smite=ουσ. κτυπώ, πλήττω, καταφέρω πλήγμα, κρούω, κν. βαρώ, κοπανώ: smite the lyre κρούω τις χορδές της λύρας § when he remembered, he smote his thigh όταν θυμήθηκε, έδωσε μια στο πόδι του # σκοτώνω: smite hip and thigh ιδ. κατασφάζω § smite sb. down φονεύω κάποιον # πατάσσω, "πλήττω", τιμωρώ: he was smitten with blindness επλήγη από τύφλωση # (για συναίσθημα κτλ.) τύπτω: my conscience smote me αισθάνθηκα τύψεις συνειδήσεως
Should God smite me with all of his smiting powers?
desecrate=ρ. βεβηλώνω: they desecrated the monument βεβήλωσαν το μνημείο
boner=ουσ. ανόητο λάθος, (σοβαρή) γκάφα
fringe=ουσ. θύσανοι ή κρόσσια παρυφής, κροσσόπλεγμα # τσουλούφι, φράντζα: fringe reaching down to her eyebrows φράντζα που φτάνει μέχρι τα φρύδια της # παρυφή, άκρη, εσχατιά: fringe of a forest παρυφή δάσους # περιθώριο, κράσπεδο: he lives on the fringe of society ζεί στο περιθώριο της κοινωνίας # μτφ. περιθωριακή ομάδα: lunatic fringe ομάδα εξτρεμιστών # επίθ. ανορθόδοξος, περιθωριακός: fringe theatre πειραματικό θεατράκι # ΦΡ. fringe benefits τυχερά του επαγγέλματος (φιλοδωρήματα κτλ.) § Celtic fringe, the Ουαλία, Κορνουάλη, Σκωτία και Ιρλανδία § mountain fringe (το φυτό:) φουμαρία
fringe extremists rioting
lighten up= blowing themselves up=αυτοπυρπολουμαι
tantamount=επίθ. ισοδύναμος, ταυτόσημος: his request is tantamount to a command η παράκλησή του ισοδυναμεί με προσταγή
bigot=επίθ. (από θρησκευτική ή πολιτική άποψη:) μισαλλόδοξος: religious bigot φανατικός θρησκόληπτος
acid=οξύς, δριμύς, καυστικός: acid remark καυστική παρατήρηση
Phrasal verb: warm to
Πριν από 10 χρόνια
2 σχόλια:
I love the word tantamount!
"Your actions are tantamount to vandalism."
Other great words:
Verily
Posthumous
Jilt
Dividend
Thnak you for visting my blog, your blog post on little bigot planet and of course the 4 new great words! :-)
Δημοσίευση σχολίου