pitch=ουσ. πίσσα, κν. κατράμι: pitch coal πισσάνθρακας § pitch-black κατάμαυρος # χώρος διεξαγωγής αθλοπαιδιάς, κν. γήπεδο: football pitch ποδοσφαιρικό γήπεδο # ρίψη, εκσφενδόνιση, βολή (μπάλας κτλ.): you must improve your pitch πρέπει να βελτιώσεις τις βολές σου # (βαθμός στον οποίο παρατηρείται) κλίση επιφάνειας, κατωφέρεια ή ανωφέρεια: pitch of a slope κλίση πρανούς # χώρος άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, κν. πόστο, στέκι: he has a regular pitch in the market έχει μόνιμο πόστο/στέκι στη αγορά # τόνος φωνής ή ήχου: the pianist gave the pitch ο πιανίστας έδωσε τον τόνο # εκθειασμός προσέλκυσης αγοραστή, διαφήμιση, κν. "παρλάτα": he gave me his usual sales pitch μου έκανε τη συνηθισμένη παρλάτα # βαθμός έντασης: feelings had reached such a pitch that.. τα συναισθήματα είχαν φθάσει σε τέτοια ένταση ώστε.. # ανώτατος βαθμός, (άκρο) άωτο, αποκορύφωμα: pitch of perfection αποκορύφωμα της τελειότητας # μηχ. "βήμα" (γραναζιού, έλικας κτλ.): variable pitch μεταβλητό βήμα § pitch-wheel γρανάζι # ναυτ. προνευστασμός, κν. σκαμπανέβασμα # (στη γλωσσολογία:) ύψος φωνής: pitch contour προσωδιακή καμπύλη # ΦΡ. pitch-pipe μουσ. πνευστή
quarrel=ουσ. διαπληκτισμός, διένεξη, καβγάς/καυγάς: incessant quarrels αδιάκοποι καυγάδες # αιτία διαπληκτισμού ή διένεξης, "προηγούμενο": I have no quarrel with them δεν έχω προηγούμενα μαζί τους # ΦΡ. quarrel over the bishop's cape! (ελεύθερη απόδοση:) περί όνου σκιάς! § domestic quarrels εσωτερικές έριδες § family quarrels οικογενειακοί καυγάδες § fight sb's quarrel for him αγωνίζομαι για την υπόθεση κάποιου, υπερασπίζομαι τις θέσεις κάποιου § pick a quarrel with.. στήνω καυγά με..
undoubtedly=doubtlessly
put off="απωθώ" # "κατεβάζω" # αναβάλλω # αποβιβάζω # δημιουργώ αρνητικές εντυπώσεις # διαταράσσω την αυτοσυγκέντρωση # περισπώ την προσοχή # προκαλώ περισπασμό # σκοτίζω.
put off a payment =αναβάλλω πληρωμή.
put off till Doomsday / doomsday = αναβάλλω επ' αόριστο # ματαιώνω # παραπέμπω στις καλένδες
put off! ="σβήνω" # θέτω εκτός λειτουργίας
pain in the neck =κακός μπελάς # τσάμικος ταμπάκος, κακός μπελάς
charge= swoop(police)=attack=assault= έφοδος
waterfall=καταρράκτης
wet-through= a lot wet
revolve= earth moves around its axis
sizeable= used for physical size
the no of students wanting to take the exam is sizeable
spring up= develops quickly, suddently
course of history
thunder=ρ. βροντώ, μπουμπουνίζω: it thundered all night μπουμπούνιζε όλη νύχτα # μτφ. κινούμαι με ορυμαγδό: the train thundered through the station το τρένο πέρασε από το σταθμό με ορυμαγδό # βροντοφωνώ: he thundered out an order έδωσε μια βροντερή διαταγή # ΦΡ. thunder against.. εκτοξεύω απειλές, μύδρους κτλ. κατά.. § οτιδήποτε αναπάντεχο και οδυνηρό, "αστροπελέκι", "κεραυνός": his resignation came as a thunder η παραίτησή του έπεσε σαν αστροπελέκι
locomotive=επίθ. που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση στο χώρο, κινητήριος, κινητικός: locomotive faculty κινητική ικανότητα § locomotive power κινητήρια ισχύς # ουσ. άμαξα έλξης συρμών, "ατμομηχανή", κν. λοκομοτίβα: diesel locomotive δηζελάμαξα § electric locomotive ηλεκτράμαξα § steam locomotive ατμάμαξα
venture=
ρ. επιχειρώ, αποτολμώ: venture out of doors τολμώ να βγώ έξω, τολμώ να ξεμυτίσω # διακινδυνεύω, κν. ρισκάρω: venture a guess διακινδυνεύω ή αποτολμώ πρόβλεψη § venture an opinion αποτολμώ διατύπωση γνώμης # ΦΡ. nothing ventured, nothing gained! (ελεύθερη απόδοση:) αν δεν βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι!
ουσ. εγχείρημα, τόλμημα, κν. αποκοτιά, κουτουράδα: risky venture επικίνδυνο εγχείρημα # (χρήματα ή αγαθά επενδυόμενα σε κερδοσκοπική) επιχείρηση: venture capital 1. κεφάλαιο μακροπρόθεσμων και επισφαλών επενδύσεων > 2. αρχικό κεφάλαιο επιχείρησης, κν. σερμαγιά # ΦΡ. at a venture ιδ. στα κουτουρού § desperate venture διάβημα απελπισίας § fire at a venture πυροβολώ στα τυφλά, κν. ρίχνω στα κουτουρού § joint venture νομ., οικον. κοινοπραξία
viaduct=ουσ. κοιλαδογέφυρα, επίστυλη (οδική ή σιδηροδρομική) γέφυρα
catch sight of sb/sth
stale bread/rolls, also smell of stale cigaratte
stale=επίθ. (για τρόφιμα κτλ.) μπαγιάτικος: stale bread μπαγιάτικο ψωμί # μτφ. παλιωμένος, παλιομοδίτικος, πολυκαιρισμένος, ξεπερασμένος, "μπαγιάτικος": stale joke μπαγιάτικο ανέκδοτο § stale news μπαγιάτικα νέα # ΦΡ. stale smell 1. μπαγιατίλα > 2. οσμή κλεισούρας
rotten fruit
sour milk
rancid butter
set up a business= establish a business
skim= move quickly just above (a surface) without, or only occasionally touching it.
graze=
ουσ. αμυχή, γρατσουνιά: slight graze ελαφρά αμυχή
ρ. εκδέρω, (ξε) γδέρνω: I grazed my hand on a nail έγδαρα το χέρι μου σε ένα καρφί # "ψαύω", "ξύνω", περνώ ξυστά: the bullet grazed my head η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου # βόσκω, τρέφομαι με βοσκή: the sheep are grazing on the field τα αρνιά βόσκουν στο λιβάδι # βόσκω, βγάζω σε βοσκή: I sent him to graze the sheep τον έστειλα να βοσκήσει τα αρνιά
scrub= rub sth hard in order to clean it (face scrub)
blind=επίθ. τυφλός, αόμματος: he was born blind γεννήθηκε τυφλός # μτφ. που δεν αντιλαμβάνεται, "στραβός", "τυφλός": I must have been blind not to realize that.. θα πρέπει να ήμουν στραβός αφού δεν είχα αντιληφθεί ότι.. # που υποκρίνεται πως δεν βλέπει, που εθελοτυφλεί: he's blind to his son's faults κάνει πως δεν βλέπει τα ελαττώματα του γιου του # που στερείται σκοπιμότητας ή λογικής συνέπειας, "τυφλός": the blind forces of nature οι τυφλές δυνάμεις της φύσης # άκριτος, αβασάνιστος, αλόγιστος, "τυφλός": blind hatred τυφλό μίσος § blind obedience τυφλή υποταγή # (για αεροσκάφη κτλ.) που κινείται χωρίς οπτική επαφή (δηλ. με τη βοήθεια οργάνων και μόνο): blind flight τυφλή πτήση # που στερείται ορατότητας: blind corner τυφλή στροφή # προοριζόμενος για τυφλούς: blind school σχολή τυφλών # αδιέξοδος: blind alley αδιέξοδο (παραδρόμι) § ολόκτιστος: blind wall ολόκτιστος τοίχος # ουσ. ειλητό/τυλιχτό υφασμάτινο κτλ. σκίαστρο ή πέτασμα, "ρολό" (παραθύρου κτλ.): raise the blind ανεβάζω το ρολό # πρόσωπο ή πράγμα που χρησιμοποιείται για εξαπάτηση, "καμουφλάζ", "βιτρίνα": his job as a diplomat was a blind for his spying η διπλωματική του ιδιότητα ήταν καμουφλάζ για την κατασκοπευτική του δράση # επίρρ. στα τυφλά: we were flying blind πετούσαμε στα τυφλά # μέχρις αναισθησίας: blind drunk τύφλα στο μεθύσι # ΦΡ. blind as a bat ιδ. θεόστραβος, τελείως τυφλός § blind date ιδ. ραντεβού (ψυχαγωγικής εξόδου) με άγνωστο ή άγνωστη § blind landing τυφλή προσγείωση, προσγείωση χωρίς οπτική επαφή § blind leading the blind τυφλός τυφλόν οδηγεί § blind man's buff (το παιχνίδι:) τυφλόμυγα § blind spot 1. ανατ. ωχρά κηλίς > 2. μτφ. τυφλό σημείο > 3. σημείο για το οποίο υπάρχει προκατάληψη ή άγνοια § blind stitch "γαζί", κρυφή ραφή, πλακοραφή § blind to the world ιδ. αποχαυνωμένος § colour-blind που πάσχει από αχρωματοψία, δαλτωνικός, που πάσχει από δαλτωνισμό § half-blind μισότυφλος § in the country of the blind the one-eyed man is king! στους τυφλούς ο μονόφθαλμος βασιλεύει! § a nod is as good as a wink to a blind horse! ο νοών νοήτω! § sand-blind μισότυφλος § stone-blind θεόστραβος § strike me blind if.. να μη σώσω άν.. § sun blind παραθυρόφυλλο κν. γρίλια, παντζούρι § turn a blind eye to.. εθελοτυφλώ σε.., καμώνομαι πως δεν βλέπω.. § Venetian blinds γρίλιες, περσίδες κν. πατζούρια
ferocious=επίθ. άγριος, θηριώδης: ferocious beast άγριο ζώο, θηρίο # βιαιότατος: ferocious onslaught βιαιότατη επίθεση
the kitchen is ferociously clean
mildew=
ουσ. (ο μύκητας:) δαυλίτης, ερυσίβη, καπνιά: plants ruined by mildew φυτά κατεστραμμένα από ερυσίβη
ρ. προσβάλλομαι από μύκητες, μουχλιάζω # προκαλώ μούχλιασμα
currant cake/bun=σταφιδόψωμο
larder=ουσ. οψοφυλάκιο(ν), κελάρι, χώρος αποθήκευσης τροφίμων # ΦΡ. larder fridge ψυγείο χωρίς καταψύκτη
crumb=ουσ. ψιχίο, ψίχουλο: I swept the crumbs off the table σκούπισα τα ψίχουλα από το τραπέζι # (οτιδήποτε μοιάζει με) ψίχα ψωμιού # μτφ. ψήγμα, μόριο, μικροποσότητα: crumbs of information ψήγματα πληροφοριών # ιδ. βρομιάρης, λεχρίτης: I spanked the little crumb ξύλισα το βρομόπαιδο # ΦΡ. crumb brush βούρτσα τραπεζοκόμου § crumb scoop " φαρασάκι" τραπεζοκόμου
ρ. θρύβω-ομαι, θρύπτω-ομαι: this cake crumbs easily το κέικ αυτό θρύβεται εύκολα # αφαιρώ την ψίχα (ψωμιού κτλ.)
crumble=ουσ. είδος κομπόστας με επίστρωση μίγματος αλευριού, λίπους και ζάχαρης (apple crumble)
pine=ουσ. πεύκο: pine gum πευκορητίνη # μτφ. ξύλο πεύκου: made of pine καμωμένος από ξύλο πεύκου
russet=είδος μήλου
musty=επίθ. που έχει τη γεύση ή την οσμή μούχλας, μουχλιασμένος, κν. μπαγιάτικος: grow musty μπαγιατεύω, πολυκαιρίζω § smell musty μυρίζω μπαγιατίλα
built-in dresser
sprinkilng crumbs:
sprinkle=
ουσ. ράντισμα ή ψιχάλισμα: sprinkle of rain ψιχάλισμα βροχής # επίπασις, κν. πασπάλισμα: sprinkle of sugar πασπάλισμα ζάχαρης
ρ. ψεκάζω, ραντίζω: sprinkle the carpet with water ραντίζω το χαλί με νερό # επιπάσσω, κν. πασπαλίζω: he sprinkled sugar on his fruit πασπάλισε ζάχαρη στο φρούτο του
sow=ρ. σπείρω, σπέρνω, "φυτεύω": sow with beans σπέρνω με φασόλια § sow the seed of revolution φυτεύω το σπόρο της επανάστασης § sow the wind and reap the whirlwind! αν σπείρεις άνεμο θερίζεις θύελλα! # ενσπείρω, διασπείρω: sow discord / dissension ενσπείρω διχόνοια, σπέρνω ζιζάνια § sow dragon's teeth ιδ. ενσπείρω ζιζάνια # ΦΡ. sow one's wild oats ιδ. χαραμίζω τα νειάτα μου σε γλέντια
scrap=ρ. απορρίπτω, "πετώ": I told him to scrap the old ticket του είπα να πετάξει το παλιό εισιτήριο # αχρηστεύω, βγάζω σε αχρηστία, πετώ στα άχρηστα: you'll scrap the car in these roads θα βγάλεις το αυτοκίνητο σε αχρηστία σ' αυτούς τους δρόμους # βάζω κατά μέρος, εγκαταλείπω, ματαιώνω: scrap a plan εγκαταλείπω σχέδιο
set out="βγάζω" # αποδύομαι (επιδιώκοντας) # διαδηλώνω # διατυπώνω # δραστηριοποιούμαι (επιδιώκοντας) # εκθέτω # εκκινώ # εκστρατεύω # ξεκινώ # παραθέτω # προβάλλω
crockery set out ready for breakfast
it is way too cold/hard/easy...
to be an automatic pilot= u're not thinking, but doing sth u always do
shed= wooden, no electricity, used to store garden tools
hut= u can live there for a limited period of time
make fun of sb= take the mickey out of sb= pull sb's leg
shrick=loud scream
alleyway= v.narrow road, not path though, cause usually buildings on sides
rabbit warren=maze=labyrinth=all buldings look aloke=δαίδαλος, λαβύρινθος
dubious=επίθ. αβέβαιος, αναποφάσιστος: I'm dubious as to what we should do είμαι αναποφάσιστος ως προς το πρακτέο # ύποπτος, που εμπνέει υποψίες ή ενδοιασμούς, "αμφιλεγόμενος": his background is dubious το παρελθόν του είναι ύποπτο # αμφίβολος, αμφισβητήσιμος: dubious advantage αμφίβολο πλεονέκτημα # διστακτικός: dubious expression διστακτικό ύφος # άδηλος, άγνωστης ή αβέβαιης έκβασης, αξεκαθάριστος: the results of the research will remain dubious for years τα αποτελέσματα της έρευνας θα παραμείνουν αξεκαθάριστα για χρόνια # ΦΡ. dubious light μισοσκόταδο, αμφιλύκη § dubious reputation αμφίβολη φήμη ή περιωπή § of dubious character αμφιβόλου χαρακτήρα
he is a big cheeze= he has an important position, he has power
conflict=strong disagreement
to have a confrontation with sb= to be confrontational= agressive ≠ positive
encounters=meetings=gatherings
robust= strong
outspoken=επίθ. ελευθερόστομος, ευθαρσής, κν. σταράτος: he's outspoken in his remarks τα σχόλιά του είναι σταράτα
let off steam= express anger="ξεθυμαίνω" # (ξεσπώ και) ξεθυμαίνω # δίνω διέξοδο σε εκρηκτικά συναισθήματα
blunt=impolite, directive ( give me ur book, instead of pls can u give me ur book?)
blunt≠sharp
spill the beans= to tell a secret that you're not supposed to tell anyone
contractions: i'll, i've
Phrasal verb: warm to
Πριν από 10 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου