wholesome= επίθ. ευεργετικός για την υγεία, υγιεινός: wholesome food υγιεινή τροφή # που φανερώνει υγεία, που δείχνει υγιής: wholesome appearance εμφάνιση υγιούς ατόμου # μτφ. εποικοδομητικός: wholesome advice εποικοδομητική συμβουλή
vigilance=ουσ. επιτήρηση: police vigilance αστυνομική επιτήρηση # εγρήγορση, επαγρύπνηση: vigilance committee επιτροπή επαγρύπνησης για την τήρηση της επαγγελματικής δεοντολογίας pharmacovigilance
fraudulent=επίθ. δόλιος, απατηλός: fraudulent intent δολία πρόθεση § fraudulent bankruptcy νομ. δολία χρεωκοπία # ένοχος δόλου: fraudulent or careless issuers of promissory notes.. οι εκ δόλου ή εξ αμελείας κυκλοφορούντες υποσχετικές επιστολές..
pay-offs=
1 a: profit , reward b: retribution
2: the act or occasion of receiving money or material gain especially as compensation or as a bribe
3: the climax of an incident or enterprise ; specifically : the denouement of a narrative
4: a decisive fact or factor resolving a situation or bringing about a definitive conclusion
Potential pay-offs are huge: "blockbusters"
bribe=
ουσ. φιλοδώρημα: take bribes δέχομαι φιλοδωρήματα # δωροδοκία ή δωροληψία, κν. αρπαχτή, "μίζα": he's accused of taking bribes κατηγορείται για δωροληψία # προϊόν δωροδοκίας, κν. "μίζα": tempting bribe δελεαστική μίζα
ρ. δωροδοκώ, δεκάζω, εξαγοράζω συνειδήσεις, κν. "λαδώνω": bribe a witness δεκάζω μάρτυρα § bribe to silence εξαγοράζω σιωπή
denouement=ουσ. τελευταίο μέρος (διηγήματος κτλ.), "τελευταία πράξη" ή "επίλογος" (δράματος κτλ.) # μτφ. έκβαση, κατάληξη
decisive= επίθ. αποφασιστικός, κρίσιμος: decisive victory αποφασιστική νίκη § decisive factor αποφασιστικός παράγων # αποφασιστικός, χαρακτηριζόμενος από ικανότητα ή ετοιμότητα στη λήψη αποφάσεων: I was decisive in indicating his mistakes έδειξα αποφασιστικότητα υποδεικνύοντάς του τα λάθη του # ΦΡ. decisive proof πειστικές αποδείξεις
climax=
ουσ. επίταση, (ανιούσα) κλιμάκωση, αποκορύφωση: bring matters to a climax αποκορυφώνω την κατάσταση # απόγειο, αποκορύφωμα, κολοφών(ας): the climax of his career το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του # αποκορύφωση έντασης: his attitude brought the squabble to a climax η στάση του αποκορύφωσε την ένταση του καυγά # αποκορύφωση της σεξουαλικής ηδονής, (σεξουαλικός) οργασμός # (για ασθένειες κτλ.) "κρίση", ακμή: climax of an illness ακμή νόσου # ΦΡ. cap the climax 1. αποκορυφώνω > 2. ξεπερνώ τα όρια § reach a climax φθάνω σε αποκορύφωση
ρ. προκαλώ ή υφίσταμαι αποκορύφωση, αποκορυφώνω-ομαι: his popularity climaxed when he appeared on television η δημοτικότητά του αποκορυφώθηκε όταν εμφανίστηκε στην τηλεόραση # επιφέρω ή βρίσκομαι σε ραγδαία άνοδο, ένταση ή επίταση: the excitement climaxed suddenly η έξαψη εντάθηκε ξαφνικά
rodent=ουσ. ζωολ. τρωκτικό
File an IND application with FDA or permission to use drug in ppl in the USA
substantiate=ρ. τεκμηριώνω, αιτιολογώ, "στηρίζω": unsubstantiated accusations αστήρικτες κατηγορίες
claims substantiated
1of 3k= 1 in 3 thousands
generic drugs=drugs with similar bioavailability&bioequivalence to the already existed ones
orphan drugs= drugs designed for uncommon diseases
orphan diseases= uncommon diseases
Phrasal verb: warm to
Πριν από 10 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου