dodgy=επίθ. (για καταστάσεις:) δύσκολος ή επικίνδυνος, κν. "ζόρικος": climbing mountains is a bit dodgy η ορειβασία είναι ζόρικη υπόθεση # (για πρόσωπα:) κατεργάρης, μπαγαπόντης, πονηρός: don't trust him, he's dodgy! μην τον εμπιστεύεσαι, είναι κατεργάρης!
generic drug= pharmacokinetically and pharmacodynamically equivalent toa leading brand name. identical in dose, admin route, safety, efficacy as "innovator" brand
pipeline=ουσ. (διασυνδετικός) αγωγός: oil pipeline πετρελαιαγωγός # μτφ. διαδικασία ή οδός προσπέλασης, διακίνησης ή διεκπεραίωσης, κν. "κανάλι": there's ony one pipeline to.. υπάρχει μία μόνον οδός προσπέλασης σε.. # ΦΡ. in the pipeline ιδ. 1. σε εξέλιξη > 2. υπό "εκκόλαψη" ή διεκπεραίωση
Pharmaceutical companies need a "pipeline" of new chemical entities
burren=επίθ. (για έδαφος:) άγονος # (για φυτά:) άκαρπος ή άσπορος # (απαρχ.) (για γυναίκες ή θηλυκά ζώα:) στείρος, κν. στέρφος: barren woman στείρα γυναίκα # μτφ. έρημος: barren space έρημος τόπος # στερούμενος αξίας ή περιεχομένου, "άκαρπος": barren discussion άκαρπη συζήτηση
Blockbuster pharmaceuticals are on the verge of patent expirations while late-stage product pipelines are barren
this is peanuts= είναι ψίχουλα
Loathe= ρ. αντιπαθώ, απεχθάνομαι, αποστρέφομαι: I loathe the smell of.. απεχθάνομαι τη μυρωδιά τού..
Generics loathed by Pharma R&D
loath=επίθ. απαίσιος, απεχθής: loath to sight απεχθής στην όψη # απρόθυμος: I am loath to believe that.. ούτε που θέλω να πιστέψω πως.. § nothing loath προθυμότατος
consolidation=ουσ. εμπέδωση, εδραίωση: for the consolidation of my position για την εδραίωση της θέσης μου # ενοποίηση, συνένωση: consolidation of accounts ενοποίηση λογαριασμών # συγχώνευση: consolidation of companies συγχώνευση εταιριών
re-coup=To receive an equivalent for; make up for: recoup a loss/ recoup costs. See Synonyms at
recover.
squeeze down yrs of discovery instead of decreace/reduce/minimize
serendipity=ουσ. εύνοια στις τυχαίες ανακαλύψεις
hurdle=ουσ. (κινητός) φράκτης, κινητό εμπόδιο # ιστ. δοκάνη (δηλ. συρόμενο κλουβί) μεταφοράς κατάδικων στον τόπο εκτέλεσης # αθλητ. εμπόδιο (στίβου) ή δρόμος μετ' εμποδίων: hurdle race δρόμος μετ' εμποδίων § he won the 110 metres hurdles s νίκησε στα 110 μετ' εμποδίων § hurdle jumping υπερπήδηση εμποδίων, "εμποδισμός" # μτφ. οτιδήποτε αποτελεί εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί, "εμπόδιο": you've done well so far, but the next hurdle is.. καλά πήγες μέχρι τώρα, αλλά το επόμενο εμπόδιο είναι..
Biopharmaceutical hurdles
check everything but the kitchen sink!
Phrasal verb: warm to
Πριν από 10 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου