harass=ρ. παρενοχλώ: harass the enemy παρενοχλώ τον εχθρό # κατατρύχω, κατατρέχω, θέτω υπό διωγμό(ν) κν. "φορτώνομαι", "κυνηγώ": it's obvious that he's being harassed by the police είναι φανερό ότι τον κατατρέχει η αστυνομία # ταλαιπωρώ, "βασανίζω", παρασκοτίζω: he looked harassed φαινόταν σκοτισμένος
recurrence=ουσ. επανάληψη, επανεμφάνιση: recurrence of a problem επανεμφάνιση προβλήματος # ιατρ. υποστροφή, υποτροπή: recurrence of an illness υποτροπή νόσου
Phrasal verb: warm to
Πριν από 10 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου