subsidiary=επίθ. υποδεέστερος, δευτερεύων: subsidiary road δευτερεύουσα οδός # επιβοηθητικός, επικουρικός: subsidiary loan επικουρικό δάνειο # εξαρτημένος: subsidiary company εξαρτημένη ή θυγατρική εταιρία
GlaxoWellcome had lengthy court battle with Novopharm for alleged patent infringement...
allege=ρ. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω: he alleges that I stole the money ισχυρίζεται ότι εγώ έκλεψα τα χρήματα # προφασίζομαι: he alleged an urgent appointment προφασίστηκε ότι είχε ένα επείγον ραντεβού # επικαλούμαι: allege as one's reason.. επικαλούμαι ως λόγο..
alleged=επίθ. ο καθ' υπόθεσιν, ο θεωρούμενος (ως..) ο εκλαμβανόμενος ή νομιζόμενος (ως..) ο φερόμενος (ως..): the alleged thief ο φερόμενος ως κλέπτης
allegedly=επίρρ. κατ' ισχυρισμόν, δήθεν # καθ' υπόθεσιν, υποτιθεμένως
infringement=[infrIndzhment]
ουσ. παράβαση, παραβίαση, αθέτηση, καταστρατήγηση: infringement of a treaty παραβίαση συμφώνου § infringement of the highway code παράβαση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας # φαλκίδευση: infringement of sb.'s rights φαλκίδευση των δικαιωμάτων κάποιου # ΦΡ. infringement of copyright τυποκλοπία
infringement of a patent =αντιποίηση ευρεσιτεχνίας
wittingly=επίρρ. εσκεμμένως, σκοπίμως, με επίγνωση opp.unwittingly
unwanted polymorph is unwittingly administered
Phrasal verb: warm to
Πριν από 10 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου