Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

Crystal 2

subsidiary=επίθ. υποδεέστερος, δευτερεύων: subsidiary road δευτερεύουσα οδός # επιβοηθητικός, επικουρικός: subsidiary loan επικουρικό δάνειο # εξαρτημένος: subsidiary company εξαρτημένη ή θυγατρική εταιρία



GlaxoWellcome had lengthy court battle with Novopharm for alleged patent infringement...



allege=ρ. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω: he alleges that I stole the money ισχυρίζεται ότι εγώ έκλεψα τα χρήματα # προφασίζομαι: he alleged an urgent appointment προφασίστηκε ότι είχε ένα επείγον ραντεβού # επικαλούμαι: allege as one's reason.. επικαλούμαι ως λόγο..



alleged=επίθ. ο καθ' υπόθεσιν, ο θεωρούμενος (ως..) ο εκλαμβανόμενος ή νομιζόμενος (ως..) ο φερόμενος (ως..): the alleged thief ο φερόμενος ως κλέπτης



allegedly=επίρρ. κατ' ισχυρισμόν, δήθεν # καθ' υπόθεσιν, υποτιθεμένως



infringement=[infrIndzhment]
ουσ. παράβαση, παραβίαση, αθέτηση, καταστρατήγηση: infringement of a treaty παραβίαση συμφώνου § infringement of the highway code παράβαση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας # φαλκίδευση: infringement of sb.'s rights φαλκίδευση των δικαιωμάτων κάποιου # ΦΡ. infringement of copyright τυποκλοπία





infringement of a patent =αντιποίηση ευρεσιτεχνίας



wittingly=επίρρ. εσκεμμένως, σκοπίμως, με επίγνωση opp.unwittingly



unwanted polymorph is unwittingly administered

Δεν υπάρχουν σχόλια: