Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Polymers

Adjuvant= The Latin "adjuvans" means to help, particularly to reach a goal.
Adjuvant therapy for cancer is surgery followed by
chemotherapy or radiation to help decrease the risk of the cancer recurring (coming back).
An adjuvant is a substance that helps and enhances the pharmacological effect of a drug or increases the ability of an antigen to stimulate the immune system.


emulsifying agents= γαλακτωματοποιητές
emulsion=ουσ. χημ. γαλάκτωμα

Flocculating agent=A reagent added to a dispersion of solids in a liquid to bring together the fine particles

dispersion=ουσ. διασπορά, σκεδασμός, σκόρπισμα: dispersion of light σκεδασμός του φωτός # ΦΡ. the dispersion ιστ. η Διασπορά των Εβραίων

crystallinity

versatility=ουσ. ικανότητα για κίνηση με επιτυχία, ευχέρεια ή ετοιμότητα από ένα τομέα δραστηριότητας σε άλλο, το πολυτάλαντο, "προσαρμοστικότητα" # (για εργαλεία, μηχανήματα κτλ.) πολλαπλότητα εφαρμογών, πολλαπλή χρησιμότητα

lubricant=
επίθ. λιπαντικός: lubricant substance λιπαντική ουσία # ουσ. λιπαντικό (μέσο): engine lubricant λιπαντικό κινητήρα
1. A substance, such as grease or oil, that reduces friction when applied as a surface coating to moving parts.
2. One that helps reduce difficulty or conflict


Hyaluronic acid allows its action as a lubricant in joint fluids. instead of is used as

intimate contact with skin=
επίθ. οικείος, (στενά) φιλικός: intimate friendship στενή φιλία # που διατηρεί σεξουαλικές σχέσεις: she was accused of being intimate with a number of men την κατηγόρησαν ότι διατηρούσε σεξουαλικές σχέσεις με άνα αριθμό ανδρών # (αυστηρά) προσωπικός: intimate diary αυστηρά προσωπικό ημερολόγιο # (για σκέψεις:) ενδόμυχος, μύχιος: intimate thoughts μύχιες σκέψεις # (για προσωπικές σχέσεις:) στενός ή σαρκικός # (για γνώσεις:) βαθύς, πλήρης: have an intimate knowledge of.. γνωρίζω άριστα τον.. # (για χώρους:) που δημιουργεί το αίσθημα άνεσης ή θαλπωρής, "ζεστός": intimate atmosphere ζεστή ατμόσφαιρα # ουσ. οικείος, άτομο του στενού ή άμεσου περιβάλλοντος # ΦΡ. intimate borrowing (στη γλωσσολογία:) μονόπλευρος δανεισμός

fabricate=ρ. εξυφαίνω, χαλκεύω: fabricate an accusation χαλκεύω κατηγορία # σκαρφίζομαι: fabricate an excuse σκαρφίζομαι μια πρόφαση # πλαστογραφώ, παραποιώ: fabricated document πλαστογραφημένο έγγραφο

tensile=
1. Of or relating to tension.
2. Capable of being stretched or extended; ductile


inert=επίθ. αδρανής: inert matter αδρανής ύλη § inert gas αδρανές αέριο # μτφ. αδύναμος να κινηθεί ή να δράσει, "παράλυτος": he sat inert on an armchair καθόταν ακίνητος σε μια πολυθρόνα # νωθρός, "αδρανής", "άψυχος", "βραδυκίνητος": inert government αδρανής κυβέρνηση

impenertable=impermeable

silicon polymer used as vitreous fluid=επίθ. υαλώδης: vitreous body ανατ. υαλώδες σώμα § vitreous humour ανατ. υαλώδες υγρό # (για πετρώματα:) "υαλώδης", σκληρός και στιλπνός

excipient=An inert substance used as a diluent or vehicle for a drug

laser drilled=ρ. ανοίγω οπή, τρυπώ (με τρυπάνι): I drilled a hole to pass the wire άνοιξα μια τρύπα για να περάσω το σύρμα # γυμνάζω-ομαι, εκπαιδεύω-ομαι: welldrilled crew καλογυμνασμένο πλήρωμα # σπέρνω σε αυλάκι όργωσης

erosion= ουσ. διάβρωση, αποσάθρωση # γεωλ. απογύμνωση ή αποσάθρωση: aeolian erosion αιολική απογύμνωση ή αποσάθρωση # ιδ. πολιτική φθορά

Δεν υπάρχουν σχόλια: