Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

piddly=small
kerfuffle (curfuffle, kafuffle, gefuffle)=disorder, commotion
work your socks off = to work very hard (informal)

nag= ρ. επιτιμώ ή γκρινιάζω συνεχώς, κν. μουρμουρίζω: nagging wife γκρινιάρα σύζυγος # προκαλώ έμμονη ενόχληση: nagging pain επίμονος πόνος

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Pedestal=
1. An architectural support or base, as for a column or statue.
2. A support or foundation.
3. A position of high regard or adoration.
tr.v. ped·es·taled or ped·es·talled, ped·es·tal·ing or ped·es·tal·ling, ped·es·tals
To place on or provide with a pedestal.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

triturate=ρ. κονιορτοποιώ, ψιλοκοπανίζω
mucilage=ουσ. κολλώδης ουσία παραγόμενη από φυτά, γλίσχρασμα, "κόμμι"

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

scrutiny=ουσ. εξονυχιστική έρευνα/εξέταση # αυστηρός έλεγχος: bear scrutiny αντέχω στον έλεγχο # ΦΡ. demand a scrutiny αξιώνω νέα καταμέτρηση ψήφων, αμφισβητώ το αποτέλεσμα εκλογής
promiscuous=ουσ. συνονθυλευματικός, ετερόκλητος, ανομοιογενής: promiscuous mass ετερόκλητη μάζα # που ελευθεριάζει, έκλυτος: promiscuous life έκλυτος βίος
salvage=ουσ. διάσωση, περίσωση (για μεταγενέστερη χρήση κτλ.): salvage value οικον. υπολειμματική αξία # ναυτ. 1. ανέλκυση ναυάγιου, ναυαγιαιρεσία > 2. σώστρα, αμοιβή ναυαγιαιρεσίας
ρ. διασώζω, περισώζω (από καταστροφή, ναυάγιο κτλ.) # προβαίνω σε ανέλκυση ναυάγιου # ανακτώ χρήσιμα υλικά (ναυάγιου κτλ.) για εκμετάλλευση

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

omen=ουσ. οιωνός, "σημάδι", προμήνυμα: bad omen κακός οιωνός, κακό σημάδι
Synonyms: augury, auspice, bodement, boding, foreboding, foretoken, harbinger, indication, portent, premonition, presage, prognostic, prognostication, prophecy, straw, warning, writing on the wall
Notes: omen has a negative connotation, a connotation absent from the word augury; generally, augury bodes well for the future, an omen bodes ill
a harbinger is an indication of the approach of something or someone; a messenger is a person who carries a communications or performs an errand; an omen is a sign of something about to happen

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Wounds

Laceration=ουσ. (για σάρκα:) αμυχή, σχίσιμο, ξέσχισμα, χαρακιά: his legs were full of lacerations τα πόδια του ήταν γεμάτα αμυχές


puncture=ουσ. οπή από λεπτό αιχμηρό όργανο, μικρή οπή, τρυπούλα # διάτρηση ελαστικού επίσωτρου και αεροθάλαμου, κν. κλατάρισμα: on the way I've had a puncture στο δρόμο έμεινα από λάστιχο § puncture patch μπάλωμα τρύπας αεροθάλαμου # διάτρηση: puncture voltage τάση διάτρησης μονωτικού υλικού # ιατρ. παρακέντηση


ρ. παρακεντώ: puncture an abscess παρακεντώ απόστημα # (ψιλο) τρυπώ: puncture a balloon τρυπώ μπαλόνι # (για τροχούς οχημάτων:) ξεφουσκώνω (από ή με τρύπημα) τρυπώ: I punctured his front tyres του τρύπησα τα μπροστινά λάστιχα # μτφ. καταρρακώνω, κν. στραπατσάρω": I punctured his ego στραπατσάρισα τον εγωισμό του


abrasion=ουσ. (εκ)τριβή: abrasion between.. τριβή μεταξύ.. # εκδορά, αμυχή: slight abrasions ελαφρές αμυχές # γεωλ. αποξύρηση # ΦΡ. abrasion of coins "φύρα" (φθορά ή απώλεια βάρους) κερμάτων ή νομισμάτων


incision=ουσ. (εν) τομή: surgical incision χειρουργική τομή


contusion=ουσ. ιατρ. κάκωση, μώλωπας: contusions and wounds κακώσεις και τραύματα


purpura=ουσ. παθολ. πορφυρά


petechiae


scald=ουσ. έγκαυμα (από ζεμάτισμα)


ρ. υφίσταμαι έγκαυμα (από υγρό ή ατμό) ζεματίζομαι: I scalded my fingers ζεμάτισα τα δάχτυλά μου # θερμαίνω σε θερμοκρασία που πλησιάζει το σημείο βρασμού, ζεματίζω: I asked her to scald the milk της ζήτησα να φουσκώσει το γάλα # καθαρίζω (μαγειρικά σκεύη κτλ.) με ζεματιστό νερό


morbidity=ουσ. νοσηρότητα


comorbidity=
two or more coexisting medical conditions or disease processes that are additional to an initial diagnosis.


presence of additional conditions with the initially diagnosed illness.


continence=ουσ. (ικανότητα που επιτρέπει την) εγκράτεια (στις σαρκικές απολαύσεις): exemplary continence υποδειγματική εγκράτεια # φυσιολ. εγκράτεια, ικανότητα ελέγχου της αφόδευσης και της ούρησης


exudate=


ουσ. ιατρ. εξίδρωμα


ρ. ιατρ. εξιδρώνω


eschar(otic)=A dry scab or slough formed on the skin as a result of a burn or by the action of a corrosive or caustic substance or by gengrene.


ουσ. φυσιολ. εσχάρα (τραύματος)
επίθ. φυσιολ. εσχαρωτικός


scab(bed)=ουσ. εσχάρα (τραύματος) κν. κάκαδο # σκωρία φυτών # ψώρα ζώων # ιδ. απεργοσπάστης: scab unions φιλεργοδοτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις


επίθ. (για τραύμα:) καλυπτόμενος από εσχάρα, κν. κακαδιασμένος # που έχει προσβληθεί από ψώρα, ψωριάρικος


scabies=ουσ. παθολ. ψώρα


slough=


1. necrotic tissue in the process of separating from viable portions of the body.
2. to shed or cast off.


ουσ. δέρμα ή "πουκάμισο" φιδιού, φιδοπουκάμισο # βουρκάρι, βάλτος, τέλμα: slough of despond μαύρη απελπισιά # νεκρό έθιμο κτλ.


ρ. (για νεκρούς ιστούς κτλ.) αποβάλλω, απορρίπτω: I watched the snake sloughing its skin παρατηρούσα το φίδι να αλλάζει πουκάμισο # (στο μπριτζ κτλ.) ξεσκαρτάρω


granulation=ουσ. κοκκοποίηση # δομ. σαγρέ(ς)


Small, fleshy, beadlike protuberances, consisting of outgrowths of new capillaries, on the surface of a wound that is healing. Also called granulation tissue.


protuberance=ουσ. εξόγκωμα


Debridement = the process of removing nonliving tissue from pressure ulcers, burns, and other wounds.




maggot=ουσ. σκουλήκι (κρεατόμυγας)


hosiery=ουσ. κάλτσες # (Ην. Βασ.) (πλεκτά) εσώρουχα (και κάλτσες)
counteract=ρ. αντενεργώ, εξουδετερώνω: this drug counteracts the effects of poisoning η δρόγη αυτή εξουδετερώνει τις επιδράσεις δηλητηρίασης
purulent=επίθ. παθολ. πυώδης
Groin = βουβώνας, βουβωνική χώρα
Fret=
ρ. δυσανασχετώ, δυσφορώ, "τρώγομαι": don't fret! πάψε να τρώγεσαι! # ανησυχώ, χολοσκάω: fret about/over.. χολοσκάω για.. # φθείρω με τριβή: fretted rope φθαρμένο σκοινί # ΦΡ. fret in idleness (ελεύθερη απόδοση:) με τρώει το καθησιό
ουσ. ανησυχία, έγνοια ή δυσαρέσκεια: he's on the fret είναι χολωμένος

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

air my laundry out of the window

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

weekend voc

convalescence=ανάρρωση, (βαθμιαία) αποκατάσταση της υγείας
parous =having given birth to one or more viable children
post-partum=after pregnancy
post-mortem
hinder
=ρ. επιβραδύνω, (παρ) εμποδίζω, δυσχεραίνω, (παρα) κωλύω: hinder the progress of.. παρακωλύω την πρόοδο τού..
trout=Chiefly British An elderly woman regarded as being silly.
sumptuous=επίθ. δαπανηρός, πολυτελής: sumptuous clothes πολυτελή ενδύματα # λουκούλειος: sumptuous feast πανδαισία, λουκούλειο γεύμα
bucolic=επίθ. βουκολικός, ποιμενικός, αγροτικός # μτφ. ειδυλλιακός
Machiavellism=μακιαβελισμός ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μακιαβελ (από το όνομα του Ν. Machiavelli) -ισμός]

1.η θεωρία του Μακιαβέλι, δηλ. η με κάθε μέσο, ηθικό ή ανήθικο, επιδίωξη της δύναμης και της επιτυχίας του ηγεμόνα ενός κράτους συνώνυμα: φασισμός
2.(συνεκδ.) η σκέψη ή η ενέργεια που συμφωνεί με το δόγμα του Μακιαβέλι
3.(κατ` επέκτ.) η αδίσταχτη και ανήθικη πολιτική
4.(μτφ.) η πονηρή πράξη που δε δεσμεύεται από ηθικούς φραγμούς συνώνυμα: αμοραλισμός.
bromance=http://en.wikipedia.org/wiki/Bromance
drift sand=κινούμενη άμμος
suture=ράμμα
dot com bubble=http://www.google.com/search?q=dot+com&rls=com.microsoft:el:IE-SearchBox&ie=UTF-8&oe=UTF-8&sourceid=ie7&rlz=1I7ADBF_en
trout=
1.
a. Any of various freshwater or anadromous food and game fishes of the family Salmonidae, especially of the genera Salmo and Salvelinus, usually having a streamlined, speckled body with small scales.
b. Any of various similar but unrelated fishes, such as the troutperch.
2. Chiefly British An elderly woman regarded as being silly.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

arbitrator= A private, neutral person chosen to arbitrate a disagreement, as opposed to a court of law. An arbitrator could be used to settle any non-criminal dispute, and many business contracts make provisions for an arbitrator in the event of a disagreement. Generally, resolving a disagreement through an arbitrator is substantially less expensive than resolving it through a court of law.

binding decision= ουσ. στάχωμα, βιβλιοδετικό κάλυμμα, "βιβλιοδεσία" # ύφασμα ενίσχυσης παρυφών, κν. ρέλι # επίθ. δεσμευτικός, υποχρεωτικός: binding agreement νομ. δεσμευτική σύμβαση ή συμφωνία

close call= something achieved (or escaped) by a narrow margin
It was a close call, but we just made it to the airport on time for our flight.

clench= ρ. κλείνω σφικτά, σφίγγω: clench one's fists σφίγγω τις γροθιές μου § clench one's teeth σφίγγω τα δόντια μου # κρατώ γερά, σφίγγω: clench a handle σφίγγω χειρολαβή

grit= ρ. καλύπτω με αμμοχάλικο: his hands were gritted with sand τα χέρια του ήταν γεμάτα άμμο # τριζω, σκληρίζω: I heard the slate-pencil gritting against a slate άκουσα το κονδύλι να σκληρίζει στην πλάκα # σφίγγω τα δόντια: he gritted his teeth έσφιξε τα δόντια του

scrunch=ουσ. βλ. crunch ΦΡ. scrunch-drying στέγνωμα μαλλιών κατά τούφες (με πιστολάκι)

crunch=ρ. μασώ θορυβωδώς, κν. κριτσανίζω, τραγανίζω: the dog was crunching a large bone το σκυλί τραγάνιζε ένα μεγάλο κόκαλο # (ψιλο)αλέθω, κν. λιανίζω: this machine crunches coal η μηχανή αυτή αλέθει κάρβουνο # τρίζω: the gravel crunched under their feet το χαλίκι έτριζε κάτω από τα πόδια τους # παράγω ήχο σύνθλιψης: the wheels crunched the gravel οι τροχοί έκαναν το χαλίκι να σκληρίσει

clasp= ρ. κρατώ σφικτά, σφίγγω: he was clasping a dagger κρατούσε ένα εγχειρίδιο # σφικταγκαλιάζω: they stood clasped in each other's arms στέκονταν οι δυό τους σφικταγκαλιασμένοι # κουμπώνω (πόρπη κτλ.) θηλυκώνω, μαγκώνω-ομαι, κρικώνω-ομαι: the necklace clasps at the back of the neck το περιδέραιο κουμπώνει στον τράχηλο # (συ)σφίγγω: clasp the bolt on the vice! σφίξε το μπουλόνι στη μέγγενη! # ΦΡ. clasp hands 1. σφίγγω (τα) χέρια, δίνω τά χέρια, κάνω χειραψία > 2. δένω τα χέρια (σε ανθρώπινη αλυσίδα) § clasp one's hands (πλέκω τα χέρια μου με απόγνωση κτλ.) § clasp sb. to one's breast σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά ή στο στήθος μου

on approval= if you buy something on approval, you can send it back within a particular time if you are not satisfied with it
I got a copy of the book on approval.

a dash= ουσ. εξόρμηση, εφόρμηση, έφοδος: I made a dash for the exit όρμησα προς την έξοδο § there was a mad dash for the buffet έγινε ακάθεκτη εφόρμηση στο μπουφέ # παφλασμός: the dash of waves on the rocks kept me awake ο παφλασμός των κυμάτων στους βράχους με κράτησε άγρυπνο § I could hear the dash of oars άκουγα τον παφλασμό των κουπιών # πηλάλα, τρέξιμο: his dash for the door startled me η πηλάλα του για την πόρτα με ξάφνιασε # μικρή, αλλά ουσιώδης προσθήκη, "πρέζα": you must add a dash of salt πρέπει να προσθέσεις μια πρέζα αλάτι # ενεργητικότητα, ζωηράδα, σφρίγος: his skill and dash won him a promotion η επιδεξιότητα και η ενεργητικότητά του επιβραβεύτηκαν με την προαγωγή του # λεβεντιά, παλικαριά: he's known for his dash είναι γνωστός για την παλικαριά του # πίνακας οργάνων (οχήματος): dash lamp / light φως πίνακα οργάνων (αυτοκινήτου κτλ.) # (ΗΠΑ) αγώνας (δρόμου) ταχύτητας, κν. "κούρσα": he runs in the 200 metres dash τρέχει στο διακοσάρι # τυπ. ενωτικό σημείο, παύλα: there should be a dash between the two words θα έπρεπε να υπάρχει παύλα μεταξύ των δύο λέξεων # (για σήματα μόρς:) μακρόν, παύλα: dash-dot-dash μακρόν-βραχύ-μακρόν # ΦΡ. cut a dash ιδ. εντυπωσιάζω, κάνω φιγούρα § full of dash ζωηρός, γεμάτος "νεύρο" § have a dash at.. δοκιμάζω/αποπειρώμαι να.. § make a dash at.. μουντάρω/χιμώ κατά.. § make a dash for.. ορμώ/χιμώ για..

oodles= ουσ. ιδ. πλήθος, σωρεία: oodles of money σωρεία χρημάτων

lashings= ουσ. δαρμός, μαστίγωση: he gave the dog a terrible lashing μαστίγωσε άγρια το σκυλί # μέσο πρόσδεσης, δετηρία: hammock lashing δετηρία αιώρας # ενδυμ. ραφή στερέωσης γυρισμάτων ή φόδρας # (πληθ.) αφθονία, πληθώρα: in lashings ιδ. με τη σέσουλα, κρουνηδόν, σε μεγάλες ποσότητες

a dollop= ουσ. άμορφη (μικρή) μάζα, σβώλος, κν. (σ)γρόμπος: dollop of butter σβώλος βούτυρου

commend= ρ. επαινώ, πλέκω εγκώμιο: I commended the cook on the delicious meal επαίνεσα τοtη μάγειραmαγείρισσα για το γευστικότατο φαγητό # επιδοκιμάζω, εγκωμιάζω: his speech was highly commended η αγόρευσή του εγκωμιάστηκε με τα καλύτερα λόγια # συνιστώ, κρίνω ενεδειγμένο: may I commend that..? μπορώ να συστήσω όπως..; # αναθέτω, εμπιστεύομαι ή παραδίδω (στη φροντίδα κάποιου): commend one's soul to God εγκαταλείπομαι στο έλεος του Θεού

pledge= ουσ. δεσμευτική υπόσχεση, κν. τάξιμο: pledge of friendship υπόσχεση φιλίας § I gave him my pledge του έδωσα την υπόσχεσή μου # μεσεγγύημα, εχέγγυο, εγγύηση: additional pledge πρόσθετη εγγύηση # ενέχυρο: hold in pledge κρατώ ως ενέχυρο # τεκμήριο, ένδειξη: gift as a pledge of friendship δώρο εις ένδειξιν φιλίας # ΦΡ. give / put something in pledge βάζω ενέχυρο § take something out of pledge εξαγοράζω ενέχυρο

ρ. υπόσχομαι, δεσμεύομαι, αναλαμβάνω (υποχρέωση ή δέσμευση) κν. τάζω: I pledged my word to.. έδωσα το λόγο μου σε.. # ενεχυριάζω, κν. "ακουμπώ", βάζω ενέχυρο/αμανάτι: I pledged my watch έβαλα ενέχυρο το ρολόι μου # προπίνω, εγείρω πρόποση: he pledged the bride and the bridegroom έκανε πρόποση υπέρ της νύφης και του γαμπρού # ΦΡ. pledge allegiance to.. δηλώνω πίστη και υπακοή σε..

allude=ρ. αναφέρομαι ακροθιγώς, κάνω νύξη: I have already alluded to the problem of.. αναφέρθηκα ήδη ακροθιγώς στο πρόβλημα τού

low-down= ουσ. έκθεση των περιστατικών ή γεγονότων, "τα καθέκαστα": I gave him the low-down του είπα τα καθέκαστα

know-how= ουσ. τεχνογνωσία: sell the know-how πωλώ την τεχνογνωσία

look-out tower= παρατηρητήριο

upturn= ουσ. (οικονομική) ανοδική πορεία ή τάση, "ανάκαμψη"

upshot=ουσ. έκβαση, κατάληξη: what will be the upshot of it? ποιά θα είναι η κατάληξη του πράγματος;

uptake= ουσ. ανάληψη, αναρρόφηση: uptake pipe σωλήνας αναρρόφησης # αντίληψη, κατανόηση, κν. χαμπάρισμα: quick on the uptake ιδ. πιτσούλα, ατσίδα, "τσακάλι"

upbeat= ουσ. μουσ. ασθενής χρόνος

trickle=
ουσ. μικρό ρυάκι: the river turns into a mere trickle in summer το ποτάμι γίνεται ρυάκι το καλοκαίρι # ροή ή παροχή μικρής έκτασης: trickle of information ψήγματα πληροφοριών # ΦΡ. trickle charger ηλ. ανορθωτής βραδείας φόρτισης
ρ. σταλάζω, ρέω σταγονηδόν # (για ακροατήριο κτλ.) διαρρέω, απέρχομαι έναςένας

pour= ρ. ρέω, χύνομαι: tears were pouring down her cheeks δάκρυα έρρεαν στα μάγουλά της # προκαλώ την εκροή, εκχέω, (εκ) χύνω: be careful not to pour the coffee on the table-cloth πρόσεξε να μη χύσεις τον καφέ στο τραπεζομάντιλο # (για βροχή:) πέφτω καταρρακτωδώς: when I went out, it was pouring όταν βγήκα έβρεχε ραγδαία # (για ποτά:) σερβίρω, "βάζω": I asked her to pour a cup of coffee for me της ζήτησα να μου βάλει ένα φλυτζάνι καφέ # (για πρόσωπα κτλ.) συρρέω: customers were pouring into the shop πελάτες συνέρρεαν στο κατάστημα # ΦΡ. it never rains but it pours! ενός κακού μύρια έπονται!

After the football match the crowds poured out of the stadium into the nearest bars and cafes.

drive a wedge between someone and someone else = to cause people to oppose one another or turn against one another. The argument drove a wedge between Mike and his father.

ailing economy= επίθ. που νοσεί ή πάσχει: he's been ailing for a long time πάσχει από μακρού # μτφ. φιλάσθενος, αρρωστιάρης

everything under the sun = everything that exists or is possible We talked about everything under the sun. She seems to have an opinion on every subject under the sun.

stumble= ρ. προσκόπτω, σκοντάφτω, σκουντουφλώ: he stumbled and fell σκόνταψε και έπεσε # παραπαίω, παραπατώ, βαδίζω τρεκλίζοντας: I stumbled towards.. βάδισα παραπαίοντας προς.. # κοντοστέκομαι, κομπιάζω: I stumbled briefly over the medical term κόμπιασα στον ιατρικό όρο # ανταμώνω ή συναντώ τυχαία, "σκοντάφτω" (πάνω σε..): the police stumbled across a conspiracy η αστυνομία ανακάλυψε τυχαία μια συνωμοσία

totter= ρ. παραπαίω, τρεκλίζω: I tottered to my bed πήγα τρεκλίζοντας στο κρεβάτι μου # κλονίζομαι, σείομαι: with the explosion, the chimney tottered and fell με την έκρηξη, η καμινάδα σείστηκε και έπεσε

thaw=ρ. προκαλώ ή υφίσταμαι τηξη, λ(ε)ιώνω, ξεπαγώνω, τήκω-ομαι: we must thaw the water pipes πρέπει να ξεπαγώσουμε τους υδροσωλήνες § the snow never thaws there το χιόνι δεν λ(ε)ιώνει ποτέ εκεί # (για καιρικές συνθήκες:) είμαι αρκετά θερμός ώστε να προκαλέσω λ(ε)ιώσιμο # (για συμπεριφορά:) 1. "μαλακώνω" (τη στάση μου) 2. παύω να είμαι απόμακρος ή "κουμπωμένος" > 3. "ζεσταίνω-ομαι": after a few drinks, the atmosphere began to thaw μετά από μερικά ποτά, η ατμόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται

propound= to set forth for consideration

insipid= dull

pusillanimous= επίθ. άτολμος, δειλός, λιπόψυχος

ebullient= επίθ. που αναβράζει, που κοχλάζει, ζεματιστός: in ebullient water σε ζεματιστό νερό # μτφ. που αναβλύζει ή ξεχειλίζει, "χειμαρρώδης": ebullient comments χειμαρρώδη σχόλια
overflowing with excitement

fusillade=ουσ. συνεχείς πυροβολισμοί, συνεχή πυρά, τουφεκίδι # μτφ. ομοβροντία, καταιγισμός: fusillade of questions καταιγισμός ερωτήσεων

quiescence= ουσ. αδράνεια, ακινησία: motion and quiescence κίνηση και ακινησία # εφησύχαση, εφησυχασμός: with satisfaction and quiescence με ικανοποίηση και εφησυχασμό # γαλήνευση, καλμάρισμα: quiescence of troubled waters γαλήνευση των ταραγμένων νερών

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

CNS-Depression

ventilate= ρ. ανανεώνω τον αέρα, αερίζω: ventilate a room αερίζω δωμάτιο # μτφ. διατυπώνω ή εκθέτω ανοικτά, "προβάλλω": ventilate one's grievances διατυπώνω ανοικτά τα παράπονά μου
agitation=ουσ. (ανα)ταραχή, αναβρασμός, αναστάτωση: I was in great agitation ήμουν καταταραγμένος # κινητοποίηση: who leads the agitation against.. ποιός ηγείται της κινητοποίησης κατά..
retardation=ουσ. επιβράδυνση: retardation coil επιβραδυντικό πηνίο # καθυστέρηση: mental retardation πνευματική καθυστέρηση
morbidity=ουσ. νοσηρότητα
jaundice=ουσ. παθολ. ίκτερος ((ιατρ.) παθολογική κατάσταση του οργανισμού η οποία συνίσταται στην παρουσία ουσιών της χολής στο αίμα και στους ιστούς και κατά την οποία το δέρμα και οι βλεννογόνοι παίρνουν κίτρινο χρώμα· χρυσή: Mολυσματικός / αιμολυτικός / τοξικός / μηχανικός / ηπατικός ~. ), κν. "χρυσή" # μτφ. χόλιασμα, πίκα: there's a touch of jaundice in what you said υπάρχει κάποιο ίχνος χολής σ' αυτά που είπες
noun
1. Yellowish discoloration of the whites of the eyes, skin, and mucous membranes caused by deposition of bile salts in these tissues. It occurs as a symptom of various diseases, such as hepatitis, that affect the processing of bile. Also called icterus.
2. A state or feeling of negativity or bitterness arising especially from envy or world-weariness.
verb
1. To affect with the discoloration of jaundice.
2. To affect with the negativity or bitterness of jaundice. See Synonyms at
bias.
potentiation=1. To make potent or powerful.
2. To enhance or increase the effect of (a drug).
3. To promote or strengthen (a biochemical or physiological action or effect).
herring=ουσ. (το ψάρι:) ρέγγα: red / smoked herring καπνιστή ρέγγα # ΦΡ. herring bone 1. ψαροκόκαλο > 2. (ως επίρρημα:) κατ' ιχθυάκανθα § draw a red herring across the trail ιδ. παραπλανώ § neither barrel the better herrings! παρ' τον έναν, χτύπα τον άλλον! § neither fish, flesh, fowl, nor good red herring ! στο κοφίνι δε χωράει, στο καλάθι περισσεύει!

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

indulgent=επίθ. επιεικής, χαριζόμενος: indulgent toward the failings of his wife επιεικής στις αδυναμίες της συζύγου του # ανεκτικός: indulgent parents ανεκτικοί γονείς
nuisance=ουσ. βάσανο, (εν) όχληση, "πληγή", "μάστιγα", (κακός) μπελάς: public nuisance κοινωνική μάστιγα ή πληγή § don't be such a nuisance! μην είσαι/γίνεσαι τόσο ενοχλητικός! # στρατ. παρενόχληση: nuisance value παρενοχλητική σκοπιμότητα
curfew=ουσ. (σήμα με το οποίο αναγγέλλεται η) απαγόρευση κυκλοφορίας (κατά τις βραδινές ώρες): we must impose a curfew πρέπει να επιβάλλουμε απαγόρευση της κυκλοφορίας # μτφ. απαγόρευση (βραδινής ή ψυχαγωγικής) εξόδου
trailer=ουσ. ρυμουλκούμενο όχημα, κν. ρυμούλκα: trailer for luggage ρυμούλκα αποσκευών, κν. μπαγκαζιέρα # (ρυμουλκούμενο) τροχόσπιτο: trailer camp καταυλισμός τροχόσπιτων § live in a trailer ζω σε τροχόσπιτο # αποσπάσματα ή σκηνές από προσεχή προβολή ταινίας: screen a trailer προβάλλω σκηνές προσεχούς έργου
contemplate=ρ. θωρώ, κοιτάζω, ατενίζω, παρατηρώ: I stood contemplating the statue στεκόμουν και ατένιζα το άγαλμα # στοχάζομαι, επιδίδομαι σε στοχασμό, διαλογίζομαι: I stole a few minutes to sit and contemplate (ξ)έκλεψα μερικά λεπτά για να ηρεμήσω και να στοχαστώ # σχεδιάζω, μελετώ, προτίθεμαι, "σκέπτομαι" (να..), σκοπεύω (να..): we're contemplating a visit to Madrid σκεπτόμαστε να επισκεφθούμε τη Μαδρίτη # αναπολώ: I sat contemplating the past κάθησα αναπολώντας το παρελθόν
grind=
ουσ. τρόχισμα: the tooth needs a grind το δόντι χρειάζεται τρόχισμα # (μέγεθος στο οποίο εκτελείται) άλεσμα: coarse grind αδρό άλεσμα # ιδ. μονότονη και κουραστική εργασία, μόχθος, "ειλωτεία", κν. "αγγαρεία": go back to the old grind επιστρέφω στο μαγγανοπήγαδο § daily grind καθημερινός μόχθος # εντατική διδασκαλία ή μελέτη # λίκνισμα των γλουτών: bumps and grinds ιδ. ακκισμοί/κουνήματα (ειδ. στριπτιζέζ) # ιπποδρομία μετ' εμποδίων # (για ψυχαγωγικό θέαμα:) ανιαρός, "κρεμάλα"
ρ. ενεργώ ή υφίσταμαι άλεση, αλέθω-ομαι: this machine grinds maize η μηχανή αυτή αλέθει καλαμπόκι § this maize grinds easily αυτό το καλαμπόκι αλέθεται εύκολα # συνθλίβω, ψιλοκοπανίζω, λιανίζω: grind to dust κονιορτοποιώ # τροχίζω, ακονίζω: this knife needs grinding το μαχαίρι αυτό χρειάζεται τρόχισμα # προστρίβω ή συνθλίβω (με βία ή θόρυβο): ge ground his teeth έτριξε τα δόντια του # μοχθώ ή μελετώ εντατικά: he grinds away at chemistry μελετά χημεία εντατικά # ταλανίζω, κατατρύχω, κατατρέχω: there are many among us ground down by poverty υπάρχουν μεταξύ μας πολλοί που τους κατατρέχει η φτώχεια # αργοσέρνομαι, προχωρώ με δυσκολία ή τριγμούς: a cart came grinding past πέρασε ένα κάρο κινούμενο με τριγμούς # προγυμνάζω-ομαι: he's grinding in Latin προγυμνάζεται στα λατινικά # συνεχίζω (να μιλώ κτλ.) ατέλειωτα και μονότονα: he ground on, ignoring my obvious boredom συνέχισε ακάθεκτος, αδιαφορώντας για την ολοφάνερη ανία μου # (για κινήσεις του σώματος:) λικνίζω: she grinds her hips λικνίζει τους γοφούς της # ΦΡ. grind in μηχ. ρυθμίζω ή τρίβω βαλβίδες κινητήρα εσωτερικής καύσης § grind sb. in.. εκπαιδεύω κάποιον σε.., παραδίδω φροντιστηριακά μαθήματα σε.. § grind to a halt ακινητοποιούμαι προοδευτικά ή με τριγμούς § God's mill grinds slow, but sure! ο Θεός αργεί αλλά δε λησμονεί! § have an axe to grind ιδ. έχω προσωπική ανάμιξη, έχω την ουρά μου μέσα (στη υπόθεση κτλ.)
wiggle my waist=ουσ. ενεργώ ή υφίσταμαι νευρική παλινδρομική κίνηση ή συστροφή (μέρους) του σώματος, αναδεύω-ομαι, σαλεύω, λικνίζω: she wiggled her hips λίκνισε τους γοφούς της § the baby was wiggling its toes το μωρό σάλευε τα δάχτυλα των ποσδιών του
ουσ. νευρική παλινδρομική κίνηση ή συστροφή (μέρους) του σώματος, ανάδευση, σάλεμα, "παίξιμο": the worm gave a wiggle το σκουλήκι αναδεύτηκε

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

bun=ουσ. κουλουράκι, βούτημα: currant bun σταφιδόψωμο # κρώβυλος, κότσος μαλλιών: she wears her hair in a bun χτενίζει τα μαλλιά της κότσο # ΦΡ. bun-fight πολυάνθρωπη δεξίωση τσαγιού (με συνωστισμό στο τραπέζι βουτημάτων) § take the bun ιδ. παραγίνομαι, το παραξηλώνω
governess=ουσ. (ιδιωτική) νηπιαγωγός, κν. γκουβερνάντα, νταντά
ad hoc=
Adj.
1.
ad hoc - often improvised or impromptu; "an ad hoc committee meeting"
unplanned - without apparent forethought or prompting or planning; "an unplanned economy"; "accepts an unplanned order"; "an unplanned pregnancy"; "unplanned remarks"
2.
ad hoc - for or concerned with one specific purpose; "a coordinated policy instead of ad hoc decisions"
specific - (sometimes followed by `to') applying to or characterized by or distinguishing something particular or special or unique; "rules with specific application"; "demands specific to the job"; "a specific and detailed account of the accident"
Adv.
1.
ad hoc - for one specific case; "they were appointed ad hoc"
on top of it
obsene=επίθ. άσεμνος, αισχρός: circulate obscene books κυκλοφορώ βιβλία άσεμνου περιεχόμενου § obscene suggestions άσεμνες προτάσεις
dissent an exam=ουσ. εκτελώ ανατομή, ανατέμνω: dissect a dead body ανατέμνω πτώμα # μτφ. αναλύω: they're dissecting the results of the elections αναλύουν τα αποτελέσματα των εκλογών # εξετάζω σχολαστικά, κν. "ψειρίζω": they're dissecting the President's speech ψειρίζουν το λόγο του Προέδρου

Pharmacology

deficit=ουσ. έλλειμμα, "άνοιγμα" (ισοζύγιου κτλ.): deficit financing τακτική ελλειμματικού προϋπολογισμού § make good the deficit αναπληρώνω το έλλειμμα

summation=

Physiology. the arousal of impulses by a rapid succession of stimuli, carried either by separate sensory neurons (spatial summation) or by the same sensory neuron (temporal summation).

Physiology The process by which multiple or repeated stimuli can produce a response in a nerve, muscle, or other part that one stimulus alone cannot produce.

Spatial summation=sensory summation that involves stimulation of several spatially separated neurons at the same time

temporal summation=sensory summation that involves the addition of single stimuli over a short period of time

relay=ρ. αναμεταδίδω: the concert will be relayed live from.. η συναυλία θα αναμεταδοθεί ζωντανή από.. # αναμεταβιβάζω, μεταβιβάζω: you must relay these orders to.. πρέπει να μεταβιβάσεις τις διαταγές αυτές σε.. # απλώνω ή στρώνω εκ νέου: relay a carpet ξαναστρώνω χαλί

ουσ. φυλακή, βάρδια, κν. σκάντζα: work in relays εργάζομαι με βάρδιες # αλλάγι (δηλ. ξεκούραστο υποζύγιο εναλλαγής): did you harness the relays? έζεψες τα αλλάγια; # αθλητ. σκυταλοδρομία: relay team ομάδα σκυταλοδρομίας § relay race σκυταλοδρομία # τεχνολ. αναμετάδοση (εκπομπής κτλ.): relay broadcast αναμετάδοση εκπομπής § relay broadcasting station σταθμός αναμετάδοσης εκπομπών # ηλ. ηλεκτρονόμος, κν. ρελέ(ς): current relay ηλεκτρονόμος έντασης

arousal= 1. To awaken from or as if from sleep.
2. To stir up; excite: The odd sight aroused our curiosity. See Synonyms at
provoke.
3. To stimulate sexual desire in.

damp=
ουσ. υγρασία, νότος, νότισμα: he stayed out in the damp έμεινε έξω στην υγρασία # δηλητηριώδη αέρια ορυχείου: fire damp επικίνδυνα αέρια μεθανίου σε ορυχείο # μτφ. απογοήτευση, ψυχρολουσία: strike a damp over.. υποβάλλω σε ψυχρολουσία τον.. # επίθ. υγρός, νοτισμένος, νοτερός: the soil was damp το χώμα ήταν υγρό # ΦΡ. damp behind the ears ιδ. άβγαλτος, πρωτάρης § damp squib φιάσκο, "σαπουνόφουσκα"
ρ. υγραίνω, νοτίζω # ΦΡ. damp down 1. αμβλύνω, μειώνω: this material will damp down the vibrations αυτό το υλικό θα αμβλύνει τις δονήσεις > 2. περιστέλλω, καταστέλλω: damp the appetite of.. κόβω την όρεξη του.. 3. μειώνω την ένταση καύσης, "χαμηλώνω": I damped the fire and went to bed χαμήλωσα τη φωτιά και έπεσα στο κρεβάτι

dampen=ρ. υγραίνω, μουσκεύω: she dampens the shirts before ironing them μουσκεύει τα πουκάμισα πριν τα σιδερώσει # ΦΡ. dampen down αμβλύνω: dampen down the enthusiasm of.. αμβλύνω τον ενθουσιασμό τού..

knock down- knock out =paralylize

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Microbiology lec3, 4

vegetative=επίθ. βλαστικός: vegetative reproduction βλαστική αναπαραγωγή
aliquot=ουσ. μαθ. 1. υποπολλαπλάσιο: the number 4 is an aliquot part of 12 το 4 είναι υποπολλαπλάσιο του 12 # 2. ακριβής διαιρέτης # μτφ. αντιπροσωπευτικό δείγμα # επίθ. υποπολλαπλάσιος
impregnate=ρ. καθιστώ έγγυο, γονιμοποιώ ωάριο, κν. γκαστρώνω # διαβρέχω, διαποτίζω, εμποτίζω: impregnated wood εμποτισμένο ξύλο
engrain - impregnate - infuse - percolate - permeate - saturate - steep=εμποτίζω
inoculate=ρ. ιατρ. εμβολιάζω: inoculate against.. εμβολιάζω κατά.. § inoculate with.. εμβολιάζω με..

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

listening&learning

animate=επίθ. έμβιος, έμψυχος, ζωντανός: the animate serves the animal το έμβιο εξυπηρετεί το ζώο
inanimate=επίθ. άψυχος: inanimate objects άψυχα αντικείμενα # στερούμενος συνείδησης ή δυνατότητας κίνησης
quell=ρ. καταστέλλω, καταπνίγω: quell an uprising καταστέλλω εξέγερση # καθυποτάσσω, κατασιγάζω: I tried to quell his anxieties προσπάθησα να κατασιγάσω τις ανησυχίες του
bold=επίθ. τολμηρός, θαρραλέος: bold plan τολμηρό σχέδιο § bold enterprise θαρραλέο εγχείρημα # ιταμός, αναιδής, θρασύς: he's bold enough to ask such questions είναι αρκετά θρασύς ώστε να κάνει τέτοιες ερωτήσεις # ευκρινής, ευδιάκριτος: bold outline of.. ευδιάκριτο περίγραμμα τού.. # έντονος: bold stripes έντονες ρίγες # περίβλεπτος, τονισμένος: bold figure of architecture τονισμένο αρχιτεκτονικό στοιχείο # απόκρημνος, απότομος: bold cliff απότομος γκρεμός # τυπ. έντονος, "μαύρος": bold face / type έντονα ή "μαύρα" τυπογραφικά στοιχεία # ΦΡ. as bold as brass ιδ. θρασύτατος § make so bold as to.. παίρνω το θάρρος να.., αποτολμώ να.. § put a bold face on it ιδ. 1. κάνω κουράγιο, κάνω τα πικρά γλυκά > 2. οπλίζομαι με γενναιότητα, αντιμετωπίζω γενναία
bald=επίθ. (για πρόσωπα:) φαλακρός # (για χώρους:) αποψιλωμένος, "γυμνός" # (για ελαστικά επίσωτρα:) εφθαρμένος, φαγωμένος # μτφ. που δεν έχει υποστεί εξωραϊσμό, "αψιμυθίωτος", "ωμός", "ψυχρός": bald statement of facts ψυχρή παράθεση γεγονότων
bug=
ουσ. κορέος, κν. κοριός: the bed was full of bugs το κρεβάτι ήταν γεμάτο κοριούς # (ΗΠΑ) (ασθένεια την οποία προκαλεί) μικρόβιο/ιός: I think I've caught a bug νομίζω ότι άρπαξα μικρόβιο # μανία, τρέλα, πάθος, "βίδα", "μικρόβιο": after his first visit to the casino, he's got the bug μετά την πρώτη του επίσκεψη στο καζίνο, του κόλλησε η μανία # ιδ. (αφανές) ελάττωμα μηχανήματος κτλ.: the programme has a bug το πρόγραμμα έχει ιό # ιδ. κρυμμένο μικρόφωνο παρακολούθησης, "κοριός": plant a bug βάζω κοριό # ΦΡ. fire-bug (το έντομο:) 1. πυγολαμπίδα > 2. μτφ. πυρομανής, εμπρηστής § litter-bug ιδ. άτομο που ρυπαίνει σκορπίζοντας σκουπίδια § moon bug ιδ. τεχνολ. σεληνόχημα, σεληνιακό όχημα § snug as a bug in a rug ιδ. καλοβολεμένος, αραχτός
ρ. ιδ. εγκαθιστώ μικρόφωνο παρακολούθησης, κατασκοπεύω, παρακολουθώ: my office is bugged το γραφείο μου παρακολουθείται με μικρόφωνα # ενοχλώ, δαιμονίζω, βουρλίζω, διαολίζω: stop bugging me! πάψε να με διαολίζεις # ΦΡ. bug off! χάσου! τσακίδια! § bug out ιδ. παίρνω πόδι
bug off=χάσου! τσακίδια!.
bug out=παίρνω πόδι
bugger=ενοχλητικός
set off=αναδεικνύω # αντιπαραβάλλω # αντισταθμίζω # δίνω το έναυσμα # ξεκινώ # προβάλλω # πυροδοτώ # συμψηφίζω # τονίζω
knock out=αδειάζω με κτύπημα # αποκλείω # βγάζω με κτύπημα # βγάζω νοκ-άουτ (στην πυγμαχία και μτφ.) # εξουθενώνω # θέτω εκτός ανταγωνισμού # ξεκάνω
pound=
ουσ. (νομισματική μονάδα:) λίρα: ten-pound note χαρτονόμισμα δέκα λιρών # (μέτρο βάρους ή όγκου:) λίβρα: sold by the pound πωλούμενος με τη λίβρα # περίφρακτος χώρος περισυλλογής αδέσποτων οικόσιτων ζώων: dog pound μάντρα του μπόγια # περίφρακτος χώρος φύλαξης προσωρινά κατεσχημένων οχημάτων, "μάντρα" (της τροχαίας) # ΦΡ. pound sterling (λίρα) στερλίνα § have one's pound of flesh ιδ. παίρνω τα δίκια μου § in for a penny, in for a pound ιδ. όλα για όλα
ρ. καταφέρω βαρύ/ισχυρό πλήγμα, κτυπώ, κν. κοπανώ: did you pound the meat before cooking it? κοπάνησες το κρέας πριν το μαγειρέψεις; § he was pounding at the door κοπανούσε την πόρτα § I pounded my foot on the floor κτύπησα/κοπάνησα το πόδι μου στο πάτωμα # κινούμαι με βαρύ ή βροντερό βήμα: he pounded up and down πηγαινοερχόταν με βαρύ βήμα # θρυμματίζω, συντρίβω, κονιορτοποιώ, κν. ψιλοκοπανίζω: pounded glass κονιορτοποιημένο γυαλί # (για καρδιά:) κτυπώ δυνατά: when I spoke, my heart was pounding όταν μίλησα, η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά # σφυροκοπώ: pound a position of the enemy σφυροκοπώ εχθρική θέση # ΦΡ. pound to atoms κονιορτοποιώ § pounded sugar ζάχαρη άχνη
sewage=ουσ. βοθρολύματα, αστικά λύματα: sewage farm ανοικτή δεξαμενή επεξεργασίας βοθρολυμάτων, έκταση λιπασματοποίησης βοθρολυμάτων § sewage system αποχετευτικό δίκτυο § sewage works εγκαταστάσεις καθαρισμού βοθρολυμάτων
plumbing=ουσ. υδραυλικές εργασίες ή εγκαταστάσεις, κν. υδραυλικά: check the plumbing ελέγχω τις υδραυλικές εγκαταστάσεις § I paid the man who did the plumbing πλήρωσα τον άνθρωπο που έκανε τα υδραυλικά
plumb=μόλυβδος
posse=ουσ. καταδιωκτικό απόσπασμα, (εξουσιοδοτημένη) καταδιωκτική περίπολος, κν. παγάνα