Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

arbitrator= A private, neutral person chosen to arbitrate a disagreement, as opposed to a court of law. An arbitrator could be used to settle any non-criminal dispute, and many business contracts make provisions for an arbitrator in the event of a disagreement. Generally, resolving a disagreement through an arbitrator is substantially less expensive than resolving it through a court of law.

binding decision= ουσ. στάχωμα, βιβλιοδετικό κάλυμμα, "βιβλιοδεσία" # ύφασμα ενίσχυσης παρυφών, κν. ρέλι # επίθ. δεσμευτικός, υποχρεωτικός: binding agreement νομ. δεσμευτική σύμβαση ή συμφωνία

close call= something achieved (or escaped) by a narrow margin
It was a close call, but we just made it to the airport on time for our flight.

clench= ρ. κλείνω σφικτά, σφίγγω: clench one's fists σφίγγω τις γροθιές μου § clench one's teeth σφίγγω τα δόντια μου # κρατώ γερά, σφίγγω: clench a handle σφίγγω χειρολαβή

grit= ρ. καλύπτω με αμμοχάλικο: his hands were gritted with sand τα χέρια του ήταν γεμάτα άμμο # τριζω, σκληρίζω: I heard the slate-pencil gritting against a slate άκουσα το κονδύλι να σκληρίζει στην πλάκα # σφίγγω τα δόντια: he gritted his teeth έσφιξε τα δόντια του

scrunch=ουσ. βλ. crunch ΦΡ. scrunch-drying στέγνωμα μαλλιών κατά τούφες (με πιστολάκι)

crunch=ρ. μασώ θορυβωδώς, κν. κριτσανίζω, τραγανίζω: the dog was crunching a large bone το σκυλί τραγάνιζε ένα μεγάλο κόκαλο # (ψιλο)αλέθω, κν. λιανίζω: this machine crunches coal η μηχανή αυτή αλέθει κάρβουνο # τρίζω: the gravel crunched under their feet το χαλίκι έτριζε κάτω από τα πόδια τους # παράγω ήχο σύνθλιψης: the wheels crunched the gravel οι τροχοί έκαναν το χαλίκι να σκληρίσει

clasp= ρ. κρατώ σφικτά, σφίγγω: he was clasping a dagger κρατούσε ένα εγχειρίδιο # σφικταγκαλιάζω: they stood clasped in each other's arms στέκονταν οι δυό τους σφικταγκαλιασμένοι # κουμπώνω (πόρπη κτλ.) θηλυκώνω, μαγκώνω-ομαι, κρικώνω-ομαι: the necklace clasps at the back of the neck το περιδέραιο κουμπώνει στον τράχηλο # (συ)σφίγγω: clasp the bolt on the vice! σφίξε το μπουλόνι στη μέγγενη! # ΦΡ. clasp hands 1. σφίγγω (τα) χέρια, δίνω τά χέρια, κάνω χειραψία > 2. δένω τα χέρια (σε ανθρώπινη αλυσίδα) § clasp one's hands (πλέκω τα χέρια μου με απόγνωση κτλ.) § clasp sb. to one's breast σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά ή στο στήθος μου

on approval= if you buy something on approval, you can send it back within a particular time if you are not satisfied with it
I got a copy of the book on approval.

a dash= ουσ. εξόρμηση, εφόρμηση, έφοδος: I made a dash for the exit όρμησα προς την έξοδο § there was a mad dash for the buffet έγινε ακάθεκτη εφόρμηση στο μπουφέ # παφλασμός: the dash of waves on the rocks kept me awake ο παφλασμός των κυμάτων στους βράχους με κράτησε άγρυπνο § I could hear the dash of oars άκουγα τον παφλασμό των κουπιών # πηλάλα, τρέξιμο: his dash for the door startled me η πηλάλα του για την πόρτα με ξάφνιασε # μικρή, αλλά ουσιώδης προσθήκη, "πρέζα": you must add a dash of salt πρέπει να προσθέσεις μια πρέζα αλάτι # ενεργητικότητα, ζωηράδα, σφρίγος: his skill and dash won him a promotion η επιδεξιότητα και η ενεργητικότητά του επιβραβεύτηκαν με την προαγωγή του # λεβεντιά, παλικαριά: he's known for his dash είναι γνωστός για την παλικαριά του # πίνακας οργάνων (οχήματος): dash lamp / light φως πίνακα οργάνων (αυτοκινήτου κτλ.) # (ΗΠΑ) αγώνας (δρόμου) ταχύτητας, κν. "κούρσα": he runs in the 200 metres dash τρέχει στο διακοσάρι # τυπ. ενωτικό σημείο, παύλα: there should be a dash between the two words θα έπρεπε να υπάρχει παύλα μεταξύ των δύο λέξεων # (για σήματα μόρς:) μακρόν, παύλα: dash-dot-dash μακρόν-βραχύ-μακρόν # ΦΡ. cut a dash ιδ. εντυπωσιάζω, κάνω φιγούρα § full of dash ζωηρός, γεμάτος "νεύρο" § have a dash at.. δοκιμάζω/αποπειρώμαι να.. § make a dash at.. μουντάρω/χιμώ κατά.. § make a dash for.. ορμώ/χιμώ για..

oodles= ουσ. ιδ. πλήθος, σωρεία: oodles of money σωρεία χρημάτων

lashings= ουσ. δαρμός, μαστίγωση: he gave the dog a terrible lashing μαστίγωσε άγρια το σκυλί # μέσο πρόσδεσης, δετηρία: hammock lashing δετηρία αιώρας # ενδυμ. ραφή στερέωσης γυρισμάτων ή φόδρας # (πληθ.) αφθονία, πληθώρα: in lashings ιδ. με τη σέσουλα, κρουνηδόν, σε μεγάλες ποσότητες

a dollop= ουσ. άμορφη (μικρή) μάζα, σβώλος, κν. (σ)γρόμπος: dollop of butter σβώλος βούτυρου

commend= ρ. επαινώ, πλέκω εγκώμιο: I commended the cook on the delicious meal επαίνεσα τοtη μάγειραmαγείρισσα για το γευστικότατο φαγητό # επιδοκιμάζω, εγκωμιάζω: his speech was highly commended η αγόρευσή του εγκωμιάστηκε με τα καλύτερα λόγια # συνιστώ, κρίνω ενεδειγμένο: may I commend that..? μπορώ να συστήσω όπως..; # αναθέτω, εμπιστεύομαι ή παραδίδω (στη φροντίδα κάποιου): commend one's soul to God εγκαταλείπομαι στο έλεος του Θεού

pledge= ουσ. δεσμευτική υπόσχεση, κν. τάξιμο: pledge of friendship υπόσχεση φιλίας § I gave him my pledge του έδωσα την υπόσχεσή μου # μεσεγγύημα, εχέγγυο, εγγύηση: additional pledge πρόσθετη εγγύηση # ενέχυρο: hold in pledge κρατώ ως ενέχυρο # τεκμήριο, ένδειξη: gift as a pledge of friendship δώρο εις ένδειξιν φιλίας # ΦΡ. give / put something in pledge βάζω ενέχυρο § take something out of pledge εξαγοράζω ενέχυρο

ρ. υπόσχομαι, δεσμεύομαι, αναλαμβάνω (υποχρέωση ή δέσμευση) κν. τάζω: I pledged my word to.. έδωσα το λόγο μου σε.. # ενεχυριάζω, κν. "ακουμπώ", βάζω ενέχυρο/αμανάτι: I pledged my watch έβαλα ενέχυρο το ρολόι μου # προπίνω, εγείρω πρόποση: he pledged the bride and the bridegroom έκανε πρόποση υπέρ της νύφης και του γαμπρού # ΦΡ. pledge allegiance to.. δηλώνω πίστη και υπακοή σε..

allude=ρ. αναφέρομαι ακροθιγώς, κάνω νύξη: I have already alluded to the problem of.. αναφέρθηκα ήδη ακροθιγώς στο πρόβλημα τού

low-down= ουσ. έκθεση των περιστατικών ή γεγονότων, "τα καθέκαστα": I gave him the low-down του είπα τα καθέκαστα

know-how= ουσ. τεχνογνωσία: sell the know-how πωλώ την τεχνογνωσία

look-out tower= παρατηρητήριο

upturn= ουσ. (οικονομική) ανοδική πορεία ή τάση, "ανάκαμψη"

upshot=ουσ. έκβαση, κατάληξη: what will be the upshot of it? ποιά θα είναι η κατάληξη του πράγματος;

uptake= ουσ. ανάληψη, αναρρόφηση: uptake pipe σωλήνας αναρρόφησης # αντίληψη, κατανόηση, κν. χαμπάρισμα: quick on the uptake ιδ. πιτσούλα, ατσίδα, "τσακάλι"

upbeat= ουσ. μουσ. ασθενής χρόνος

trickle=
ουσ. μικρό ρυάκι: the river turns into a mere trickle in summer το ποτάμι γίνεται ρυάκι το καλοκαίρι # ροή ή παροχή μικρής έκτασης: trickle of information ψήγματα πληροφοριών # ΦΡ. trickle charger ηλ. ανορθωτής βραδείας φόρτισης
ρ. σταλάζω, ρέω σταγονηδόν # (για ακροατήριο κτλ.) διαρρέω, απέρχομαι έναςένας

pour= ρ. ρέω, χύνομαι: tears were pouring down her cheeks δάκρυα έρρεαν στα μάγουλά της # προκαλώ την εκροή, εκχέω, (εκ) χύνω: be careful not to pour the coffee on the table-cloth πρόσεξε να μη χύσεις τον καφέ στο τραπεζομάντιλο # (για βροχή:) πέφτω καταρρακτωδώς: when I went out, it was pouring όταν βγήκα έβρεχε ραγδαία # (για ποτά:) σερβίρω, "βάζω": I asked her to pour a cup of coffee for me της ζήτησα να μου βάλει ένα φλυτζάνι καφέ # (για πρόσωπα κτλ.) συρρέω: customers were pouring into the shop πελάτες συνέρρεαν στο κατάστημα # ΦΡ. it never rains but it pours! ενός κακού μύρια έπονται!

After the football match the crowds poured out of the stadium into the nearest bars and cafes.

drive a wedge between someone and someone else = to cause people to oppose one another or turn against one another. The argument drove a wedge between Mike and his father.

ailing economy= επίθ. που νοσεί ή πάσχει: he's been ailing for a long time πάσχει από μακρού # μτφ. φιλάσθενος, αρρωστιάρης

everything under the sun = everything that exists or is possible We talked about everything under the sun. She seems to have an opinion on every subject under the sun.

stumble= ρ. προσκόπτω, σκοντάφτω, σκουντουφλώ: he stumbled and fell σκόνταψε και έπεσε # παραπαίω, παραπατώ, βαδίζω τρεκλίζοντας: I stumbled towards.. βάδισα παραπαίοντας προς.. # κοντοστέκομαι, κομπιάζω: I stumbled briefly over the medical term κόμπιασα στον ιατρικό όρο # ανταμώνω ή συναντώ τυχαία, "σκοντάφτω" (πάνω σε..): the police stumbled across a conspiracy η αστυνομία ανακάλυψε τυχαία μια συνωμοσία

totter= ρ. παραπαίω, τρεκλίζω: I tottered to my bed πήγα τρεκλίζοντας στο κρεβάτι μου # κλονίζομαι, σείομαι: with the explosion, the chimney tottered and fell με την έκρηξη, η καμινάδα σείστηκε και έπεσε

thaw=ρ. προκαλώ ή υφίσταμαι τηξη, λ(ε)ιώνω, ξεπαγώνω, τήκω-ομαι: we must thaw the water pipes πρέπει να ξεπαγώσουμε τους υδροσωλήνες § the snow never thaws there το χιόνι δεν λ(ε)ιώνει ποτέ εκεί # (για καιρικές συνθήκες:) είμαι αρκετά θερμός ώστε να προκαλέσω λ(ε)ιώσιμο # (για συμπεριφορά:) 1. "μαλακώνω" (τη στάση μου) 2. παύω να είμαι απόμακρος ή "κουμπωμένος" > 3. "ζεσταίνω-ομαι": after a few drinks, the atmosphere began to thaw μετά από μερικά ποτά, η ατμόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται

propound= to set forth for consideration

insipid= dull

pusillanimous= επίθ. άτολμος, δειλός, λιπόψυχος

ebullient= επίθ. που αναβράζει, που κοχλάζει, ζεματιστός: in ebullient water σε ζεματιστό νερό # μτφ. που αναβλύζει ή ξεχειλίζει, "χειμαρρώδης": ebullient comments χειμαρρώδη σχόλια
overflowing with excitement

fusillade=ουσ. συνεχείς πυροβολισμοί, συνεχή πυρά, τουφεκίδι # μτφ. ομοβροντία, καταιγισμός: fusillade of questions καταιγισμός ερωτήσεων

quiescence= ουσ. αδράνεια, ακινησία: motion and quiescence κίνηση και ακινησία # εφησύχαση, εφησυχασμός: with satisfaction and quiescence με ικανοποίηση και εφησυχασμό # γαλήνευση, καλμάρισμα: quiescence of troubled waters γαλήνευση των ταραγμένων νερών

Δεν υπάρχουν σχόλια: