Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Groin = βουβώνας, βουβωνική χώρα
Fret=
ρ. δυσανασχετώ, δυσφορώ, "τρώγομαι": don't fret! πάψε να τρώγεσαι! # ανησυχώ, χολοσκάω: fret about/over.. χολοσκάω για.. # φθείρω με τριβή: fretted rope φθαρμένο σκοινί # ΦΡ. fret in idleness (ελεύθερη απόδοση:) με τρώει το καθησιό
ουσ. ανησυχία, έγνοια ή δυσαρέσκεια: he's on the fret είναι χολωμένος

Δεν υπάρχουν σχόλια: