Laceration=ουσ. (για σάρκα:) αμυχή, σχίσιμο, ξέσχισμα, χαρακιά: his legs were full of lacerations τα πόδια του ήταν γεμάτα αμυχές
puncture=ουσ. οπή από λεπτό αιχμηρό όργανο, μικρή οπή, τρυπούλα # διάτρηση ελαστικού επίσωτρου και αεροθάλαμου, κν. κλατάρισμα: on the way I've had a puncture στο δρόμο έμεινα από λάστιχο § puncture patch μπάλωμα τρύπας αεροθάλαμου # διάτρηση: puncture voltage τάση διάτρησης μονωτικού υλικού # ιατρ. παρακέντηση
ρ. παρακεντώ: puncture an abscess παρακεντώ απόστημα # (ψιλο) τρυπώ: puncture a balloon τρυπώ μπαλόνι # (για τροχούς οχημάτων:) ξεφουσκώνω (από ή με τρύπημα) τρυπώ: I punctured his front tyres του τρύπησα τα μπροστινά λάστιχα # μτφ. καταρρακώνω, κν. στραπατσάρω": I punctured his ego στραπατσάρισα τον εγωισμό του
abrasion=ουσ. (εκ)τριβή: abrasion between.. τριβή μεταξύ.. # εκδορά, αμυχή: slight abrasions ελαφρές αμυχές # γεωλ. αποξύρηση # ΦΡ. abrasion of coins "φύρα" (φθορά ή απώλεια βάρους) κερμάτων ή νομισμάτων
incision=ουσ. (εν) τομή: surgical incision χειρουργική τομή
contusion=ουσ. ιατρ. κάκωση, μώλωπας: contusions and wounds κακώσεις και τραύματα
purpura=ουσ. παθολ. πορφυρά
petechiae
scald=ουσ. έγκαυμα (από ζεμάτισμα)
ρ. υφίσταμαι έγκαυμα (από υγρό ή ατμό) ζεματίζομαι: I scalded my fingers ζεμάτισα τα δάχτυλά μου # θερμαίνω σε θερμοκρασία που πλησιάζει το σημείο βρασμού, ζεματίζω: I asked her to scald the milk της ζήτησα να φουσκώσει το γάλα # καθαρίζω (μαγειρικά σκεύη κτλ.) με ζεματιστό νερό
morbidity=ουσ. νοσηρότητα
comorbidity=
two or more coexisting medical conditions or disease processes that are additional to an initial diagnosis.
two or more coexisting medical conditions or disease processes that are additional to an initial diagnosis.
presence of additional conditions with the initially diagnosed illness.
continence=ουσ. (ικανότητα που επιτρέπει την) εγκράτεια (στις σαρκικές απολαύσεις): exemplary continence υποδειγματική εγκράτεια # φυσιολ. εγκράτεια, ικανότητα ελέγχου της αφόδευσης και της ούρησης
exudate=
ουσ. ιατρ. εξίδρωμα
ρ. ιατρ. εξιδρώνω
eschar(otic)=A dry scab or slough formed on the skin as a result of a burn or by the action of a corrosive or caustic substance or by gengrene.
ουσ. φυσιολ. εσχάρα (τραύματος)
επίθ. φυσιολ. εσχαρωτικός
επίθ. φυσιολ. εσχαρωτικός
scab(bed)=ουσ. εσχάρα (τραύματος) κν. κάκαδο # σκωρία φυτών # ψώρα ζώων # ιδ. απεργοσπάστης: scab unions φιλεργοδοτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις
επίθ. (για τραύμα:) καλυπτόμενος από εσχάρα, κν. κακαδιασμένος # που έχει προσβληθεί από ψώρα, ψωριάρικος
scabies=ουσ. παθολ. ψώρα
slough=
1. necrotic tissue in the process of separating from viable portions of the body.
2. to shed or cast off.
2. to shed or cast off.
ουσ. δέρμα ή "πουκάμισο" φιδιού, φιδοπουκάμισο # βουρκάρι, βάλτος, τέλμα: slough of despond μαύρη απελπισιά # νεκρό έθιμο κτλ.
ρ. (για νεκρούς ιστούς κτλ.) αποβάλλω, απορρίπτω: I watched the snake sloughing its skin παρατηρούσα το φίδι να αλλάζει πουκάμισο # (στο μπριτζ κτλ.) ξεσκαρτάρω
granulation=ουσ. κοκκοποίηση # δομ. σαγρέ(ς)
Small, fleshy, beadlike protuberances, consisting of outgrowths of new capillaries, on the surface of a wound that is healing. Also called granulation tissue.
protuberance=ουσ. εξόγκωμα
Debridement = the process of removing nonliving tissue from pressure ulcers, burns, and other wounds.
maggot=ουσ. σκουλήκι (κρεατόμυγας)
hosiery=ουσ. κάλτσες # (Ην. Βασ.) (πλεκτά) εσώρουχα (και κάλτσες)
counteract=ρ. αντενεργώ, εξουδετερώνω: this drug counteracts the effects of poisoning η δρόγη αυτή εξουδετερώνει τις επιδράσεις δηλητηρίασης
purulent=επίθ. παθολ. πυώδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου