Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Wounds

Laceration=ουσ. (για σάρκα:) αμυχή, σχίσιμο, ξέσχισμα, χαρακιά: his legs were full of lacerations τα πόδια του ήταν γεμάτα αμυχές


puncture=ουσ. οπή από λεπτό αιχμηρό όργανο, μικρή οπή, τρυπούλα # διάτρηση ελαστικού επίσωτρου και αεροθάλαμου, κν. κλατάρισμα: on the way I've had a puncture στο δρόμο έμεινα από λάστιχο § puncture patch μπάλωμα τρύπας αεροθάλαμου # διάτρηση: puncture voltage τάση διάτρησης μονωτικού υλικού # ιατρ. παρακέντηση


ρ. παρακεντώ: puncture an abscess παρακεντώ απόστημα # (ψιλο) τρυπώ: puncture a balloon τρυπώ μπαλόνι # (για τροχούς οχημάτων:) ξεφουσκώνω (από ή με τρύπημα) τρυπώ: I punctured his front tyres του τρύπησα τα μπροστινά λάστιχα # μτφ. καταρρακώνω, κν. στραπατσάρω": I punctured his ego στραπατσάρισα τον εγωισμό του


abrasion=ουσ. (εκ)τριβή: abrasion between.. τριβή μεταξύ.. # εκδορά, αμυχή: slight abrasions ελαφρές αμυχές # γεωλ. αποξύρηση # ΦΡ. abrasion of coins "φύρα" (φθορά ή απώλεια βάρους) κερμάτων ή νομισμάτων


incision=ουσ. (εν) τομή: surgical incision χειρουργική τομή


contusion=ουσ. ιατρ. κάκωση, μώλωπας: contusions and wounds κακώσεις και τραύματα


purpura=ουσ. παθολ. πορφυρά


petechiae


scald=ουσ. έγκαυμα (από ζεμάτισμα)


ρ. υφίσταμαι έγκαυμα (από υγρό ή ατμό) ζεματίζομαι: I scalded my fingers ζεμάτισα τα δάχτυλά μου # θερμαίνω σε θερμοκρασία που πλησιάζει το σημείο βρασμού, ζεματίζω: I asked her to scald the milk της ζήτησα να φουσκώσει το γάλα # καθαρίζω (μαγειρικά σκεύη κτλ.) με ζεματιστό νερό


morbidity=ουσ. νοσηρότητα


comorbidity=
two or more coexisting medical conditions or disease processes that are additional to an initial diagnosis.


presence of additional conditions with the initially diagnosed illness.


continence=ουσ. (ικανότητα που επιτρέπει την) εγκράτεια (στις σαρκικές απολαύσεις): exemplary continence υποδειγματική εγκράτεια # φυσιολ. εγκράτεια, ικανότητα ελέγχου της αφόδευσης και της ούρησης


exudate=


ουσ. ιατρ. εξίδρωμα


ρ. ιατρ. εξιδρώνω


eschar(otic)=A dry scab or slough formed on the skin as a result of a burn or by the action of a corrosive or caustic substance or by gengrene.


ουσ. φυσιολ. εσχάρα (τραύματος)
επίθ. φυσιολ. εσχαρωτικός


scab(bed)=ουσ. εσχάρα (τραύματος) κν. κάκαδο # σκωρία φυτών # ψώρα ζώων # ιδ. απεργοσπάστης: scab unions φιλεργοδοτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις


επίθ. (για τραύμα:) καλυπτόμενος από εσχάρα, κν. κακαδιασμένος # που έχει προσβληθεί από ψώρα, ψωριάρικος


scabies=ουσ. παθολ. ψώρα


slough=


1. necrotic tissue in the process of separating from viable portions of the body.
2. to shed or cast off.


ουσ. δέρμα ή "πουκάμισο" φιδιού, φιδοπουκάμισο # βουρκάρι, βάλτος, τέλμα: slough of despond μαύρη απελπισιά # νεκρό έθιμο κτλ.


ρ. (για νεκρούς ιστούς κτλ.) αποβάλλω, απορρίπτω: I watched the snake sloughing its skin παρατηρούσα το φίδι να αλλάζει πουκάμισο # (στο μπριτζ κτλ.) ξεσκαρτάρω


granulation=ουσ. κοκκοποίηση # δομ. σαγρέ(ς)


Small, fleshy, beadlike protuberances, consisting of outgrowths of new capillaries, on the surface of a wound that is healing. Also called granulation tissue.


protuberance=ουσ. εξόγκωμα


Debridement = the process of removing nonliving tissue from pressure ulcers, burns, and other wounds.




maggot=ουσ. σκουλήκι (κρεατόμυγας)


hosiery=ουσ. κάλτσες # (Ην. Βασ.) (πλεκτά) εσώρουχα (και κάλτσες)
counteract=ρ. αντενεργώ, εξουδετερώνω: this drug counteracts the effects of poisoning η δρόγη αυτή εξουδετερώνει τις επιδράσεις δηλητηρίασης
purulent=επίθ. παθολ. πυώδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: