indulgent=επίθ. επιεικής, χαριζόμενος: indulgent toward the failings of his wife επιεικής στις αδυναμίες της συζύγου του # ανεκτικός: indulgent parents ανεκτικοί γονείς
nuisance=ουσ. βάσανο, (εν) όχληση, "πληγή", "μάστιγα", (κακός) μπελάς: public nuisance κοινωνική μάστιγα ή πληγή § don't be such a nuisance! μην είσαι/γίνεσαι τόσο ενοχλητικός! # στρατ. παρενόχληση: nuisance value παρενοχλητική σκοπιμότητα
curfew=ουσ. (σήμα με το οποίο αναγγέλλεται η) απαγόρευση κυκλοφορίας (κατά τις βραδινές ώρες): we must impose a curfew πρέπει να επιβάλλουμε απαγόρευση της κυκλοφορίας # μτφ. απαγόρευση (βραδινής ή ψυχαγωγικής) εξόδου
trailer=ουσ. ρυμουλκούμενο όχημα, κν. ρυμούλκα: trailer for luggage ρυμούλκα αποσκευών, κν. μπαγκαζιέρα # (ρυμουλκούμενο) τροχόσπιτο: trailer camp καταυλισμός τροχόσπιτων § live in a trailer ζω σε τροχόσπιτο # αποσπάσματα ή σκηνές από προσεχή προβολή ταινίας: screen a trailer προβάλλω σκηνές προσεχούς έργου
curfew=ουσ. (σήμα με το οποίο αναγγέλλεται η) απαγόρευση κυκλοφορίας (κατά τις βραδινές ώρες): we must impose a curfew πρέπει να επιβάλλουμε απαγόρευση της κυκλοφορίας # μτφ. απαγόρευση (βραδινής ή ψυχαγωγικής) εξόδου
trailer=ουσ. ρυμουλκούμενο όχημα, κν. ρυμούλκα: trailer for luggage ρυμούλκα αποσκευών, κν. μπαγκαζιέρα # (ρυμουλκούμενο) τροχόσπιτο: trailer camp καταυλισμός τροχόσπιτων § live in a trailer ζω σε τροχόσπιτο # αποσπάσματα ή σκηνές από προσεχή προβολή ταινίας: screen a trailer προβάλλω σκηνές προσεχούς έργου
contemplate=ρ. θωρώ, κοιτάζω, ατενίζω, παρατηρώ: I stood contemplating the statue στεκόμουν και ατένιζα το άγαλμα # στοχάζομαι, επιδίδομαι σε στοχασμό, διαλογίζομαι: I stole a few minutes to sit and contemplate (ξ)έκλεψα μερικά λεπτά για να ηρεμήσω και να στοχαστώ # σχεδιάζω, μελετώ, προτίθεμαι, "σκέπτομαι" (να..), σκοπεύω (να..): we're contemplating a visit to Madrid σκεπτόμαστε να επισκεφθούμε τη Μαδρίτη # αναπολώ: I sat contemplating the past κάθησα αναπολώντας το παρελθόν
grind=
ουσ. τρόχισμα: the tooth needs a grind το δόντι χρειάζεται τρόχισμα # (μέγεθος στο οποίο εκτελείται) άλεσμα: coarse grind αδρό άλεσμα # ιδ. μονότονη και κουραστική εργασία, μόχθος, "ειλωτεία", κν. "αγγαρεία": go back to the old grind επιστρέφω στο μαγγανοπήγαδο § daily grind καθημερινός μόχθος # εντατική διδασκαλία ή μελέτη # λίκνισμα των γλουτών: bumps and grinds ιδ. ακκισμοί/κουνήματα (ειδ. στριπτιζέζ) # ιπποδρομία μετ' εμποδίων # (για ψυχαγωγικό θέαμα:) ανιαρός, "κρεμάλα"
ρ. ενεργώ ή υφίσταμαι άλεση, αλέθω-ομαι: this machine grinds maize η μηχανή αυτή αλέθει καλαμπόκι § this maize grinds easily αυτό το καλαμπόκι αλέθεται εύκολα # συνθλίβω, ψιλοκοπανίζω, λιανίζω: grind to dust κονιορτοποιώ # τροχίζω, ακονίζω: this knife needs grinding το μαχαίρι αυτό χρειάζεται τρόχισμα # προστρίβω ή συνθλίβω (με βία ή θόρυβο): ge ground his teeth έτριξε τα δόντια του # μοχθώ ή μελετώ εντατικά: he grinds away at chemistry μελετά χημεία εντατικά # ταλανίζω, κατατρύχω, κατατρέχω: there are many among us ground down by poverty υπάρχουν μεταξύ μας πολλοί που τους κατατρέχει η φτώχεια # αργοσέρνομαι, προχωρώ με δυσκολία ή τριγμούς: a cart came grinding past πέρασε ένα κάρο κινούμενο με τριγμούς # προγυμνάζω-ομαι: he's grinding in Latin προγυμνάζεται στα λατινικά # συνεχίζω (να μιλώ κτλ.) ατέλειωτα και μονότονα: he ground on, ignoring my obvious boredom συνέχισε ακάθεκτος, αδιαφορώντας για την ολοφάνερη ανία μου # (για κινήσεις του σώματος:) λικνίζω: she grinds her hips λικνίζει τους γοφούς της # ΦΡ. grind in μηχ. ρυθμίζω ή τρίβω βαλβίδες κινητήρα εσωτερικής καύσης § grind sb. in.. εκπαιδεύω κάποιον σε.., παραδίδω φροντιστηριακά μαθήματα σε.. § grind to a halt ακινητοποιούμαι προοδευτικά ή με τριγμούς § God's mill grinds slow, but sure! ο Θεός αργεί αλλά δε λησμονεί! § have an axe to grind ιδ. έχω προσωπική ανάμιξη, έχω την ουρά μου μέσα (στη υπόθεση κτλ.)
wiggle my waist=ουσ. ενεργώ ή υφίσταμαι νευρική παλινδρομική κίνηση ή συστροφή (μέρους) του σώματος, αναδεύω-ομαι, σαλεύω, λικνίζω: she wiggled her hips λίκνισε τους γοφούς της § the baby was wiggling its toes το μωρό σάλευε τα δάχτυλα των ποσδιών του
ουσ. νευρική παλινδρομική κίνηση ή συστροφή (μέρους) του σώματος, ανάδευση, σάλεμα, "παίξιμο": the worm gave a wiggle το σκουλήκι αναδεύτηκε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου