Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

vehemence=ουσ. αψύτητα, ορμή, πάθος, σφοδρότητα, οξύτητα: with incredible vehemence με απίστευτη σφοδρότητα


overt= επίθ. απροκάλυπτος, απροσχημάτιστος, κατάφωρος: overt hostility απροκάλυπτη εχθρότητα

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

manure=
ουσ. κοπριά, σβουνιά, κοπρολίπασμα
ρ. κοπρίζω, λιπαίνω (έδαφος) με κοπριά
ablative=
επίθ. που αποσπάται ή αφαιρείται, αφαιρετικός: ablative material αφαιρετικό υλικό # αποτμητικός: ablative surgery αποτμητική χειρουργική # ουσ. γραμμ. αφαιρετική (πτώση): ablative absolute αφαιρετική απόλυτος

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Extravasate= To exude from or pass through the walls of a vessel into the surrounding tissues. Blood, lymph, or urine can extravasate.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

scum=ουσ. στρώμα αφρού ή ακαθαρσιών στην επιφάνεια ακίνητου υγρού # επιπλέουσα γλίτσα # μτφ. (για πρόσωπα:) απόβρασμα (της κοινωνίας) λεχρίτης, κάθαρμα: the scum of earth τα αποβράσματα της κοινωνίας
sinter=
ουσ. ιζηματογενές πυριτικό ή ασβεστιτικό πέτρωμα (για πετρώματα:) τόφφος, τώφος, πώρος, πουρί # "σκωρία" μεταλλόμαζας
ρ. (για κόκκους:) τήκομαι σε συμπαγή μάζα συντήκομαι (χωρίς ρευστοποίηση): sintered ash ημιτετηγμένη εκβολάς
pan out= (mining engineering) To give a result, especially as compared with expectations; for example, in mining, the gravel may be said to pan out.
Turn out well, succeed, as in If I don't pan out as a musician, I can always go back to school. This expression alludes to washing gold from gravel in a pan. [Mid-1800s]
Definition: come to pass; succeedAntonyms: fail, not happen

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Desquamate= To shed the outer layers of the skin. Although it may sound somewhat fishy, the word "desquamate" comes from the Latin "desquamare" meaning "to scrape the scales off a fish."
Rivet= γυρωτικός ήλος http://en.wikipedia.org/wiki/Rivet
morbid=επίθ. νοσηρός, (ψυχο) παθολογικός, "αρρωστημένος": morbid imagination νοσηρή φαντασία # ιατρ. νοσογόνος: morbid anatomy ιατρ. παθολογική ανατομία # ΦΡ. morbid curiosity νοσηρή περιέργεια § have a morbid outlook on life βλέπω τη ζωή μαύρη
wimp=ουσ. άβουλος, ανθρωπάριο, κν. "λαπάς"
cargo=ουσ. (διακινούμενο) φορτίο: air cargo αεροπορικό φορτίο § dry cargo ξηρό φορτίο # ΦΡ. cargo manifest ναυτ. δηλωτικό φορτίου § cargo ship ναυτ. φορτηγό πλοίο
decoy= ουσ. μέσο παραπλάνησης: act as a decoy for.. ενεργώ ως μέσο παραπλάνησης για.. # δέλεαρ, δόλωμα, μέσο δελεασμού, κν. κράχτης: a decoy for fools δόλωμα για τους ανόητους # παραπλανητικό ομοίωμα: decoy duck ομοίωμα πάπιας για δόλωμα

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

propagation= ουσ. αναπαραγωγή: propagation of plants αναπαραγωγή φυτών # μετάδοση, διάδοση: propagation of light διάδοση του φωτός § propagation of sound μετάδοση του ήχου § propagation of ideas διάδοση ιδεών
humoral= επίθ. φυσιολ. χυμικός, των χυμών του σώματος

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

cavarly=
1.A highly mobile army unit using vehicular transport, such as light armor and helicopters.
2.Troops trained to fight on horseback
laceration=ουσ. (για σάρκα:) αμυχή, σχίσιμο, ξέσχισμα, χαρακιά: his legs were full of lacerations τα πόδια του ήταν γεμάτα αμυχές
fanfare=ουσ. μουσ. φανφάρα, σαλπίσματα # μτφ. φανφάρα, εντυπωσιακή ή επιδεικτική προβολή
waning=
[noun] a gradual decrease in magnitude or extent; "the waning of his enthusiasm was obvious"; "the waxing and waning of the moon"
[adjective] (of the moon) pertaining to the period during which the visible surface of the moon decreases; "after full moon comes the waning moon"
pannus= an inflammatory fleshy lesion on the surface of the eye

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

administer a rebuke= ρ. επιπλήττω, επιτιμώ, κν. κατσαδιάζω, "μαλώνω"
I rebuked him for= ρ. επιπλήττω, επιτιμώ, κν. κατσαδιάζω, "μαλώνω"
severe reprimand= ουσ. επιτίμηση, επίπληξη
reprimand severely= ρ. επιτιμώ, επιπλήττω

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

vicinity= ουσ. γειτνίαση, εγγύτητα: in vicinity with.. σε γειτνίαση με.. # κοντινή ή περιξ περιοχή: they gathered in the vicinity of the cathedral συγκεντρώθηκαν στα πέριξ του καθεδρικού ναού # (για πλήθος ή ποσότητα:) "μέγεθος", "κλίμακα", "τάξη": a population in the vicinity of.. πληθυσμός της τάξεως των..

tilt=
ουσ. κλίση, γέρσιμο, λόξεμα: tilt of the head γέρσιμο του κεφαλιού # (σε κονταρομαχία κτλ.) λόγχισμα, λογχισμός # ταχύτητα, γοργάδα: at full tilt ολοταχώς # γραπτή ή προφορική επίθεση, κατακεραύνωση: have a tilt at.. κατακεραυνώνω τον.., τα σούρνω του.. # ΦΡ. tilt hammer βαρειά ή μηχανική σφύρα § tilt mill σφυρηλατιστήριο § tilt roof αρχιτ. ημικυλινδρική στέγη § tilt yard ιστ. γιόστρα, στίβος κονταρομαχίας

ρ. προσδίδω ή παίρνω κλίση, γέρνω: I tilted the bucket to empty it έγειρα τον κουβά για να τον αδειάσω § the antenna tilts to the right η κεραία γέρνει προς τα δεξιά # κονταρομαχώ, κονταροχτυπιέμαι: tilt at mills σκιαμαχώ # ΦΡ. tilt at.. ιδ. επιτίθεμαι λάβρος κατά..

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

have a ring to it:
if a word or idea has a ring to it, it sounds interesting or attractive (never in continuous tenses) I suppose 'Cathy's Country Cooking' has a certain ring to it.

slog=
transitive verb
1 : to hit hard : beat
2 : to plod (one's way) perseveringly especially against difficulty
intransitive verb
1 : to plod heavily : tramp
2 : to work hard and steadily : plug

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

potty=
επίθ. ασήμαντος, κν. του σωρού, παρακατιανός: he works for a potty little company εργάζεται σε μια ασήμαντη εταιρία # ιδ. ανισόρροπος, βλαμμένος, λοξίας: don't pay attention to what he says, he's potty! μη δίνεις προσοχή σ' αυτά που λέει, είναι βλαμμένος! # ουσ. καθοικάκι νηπίου, κν. γκιογκιό # ΦΡ. potty little job ευκολώτατη δουλειά, "παιγνιδάκι" § potty mouth βρομόστομος, βωμολόχος § potty on/over.. ιδ. ξετρελαμένος με.. § go potty ιδ. χάνω τα λογικά μου

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

gravy=ουσ. μαγειρ. (ζωμός με τον οποίο παρασκευάζεται) σάλτσα κρέατος: gravy -boat σαλτσιέρα
coercion=ουσ. εξαναγκασμός, καταναγκασμός: pay under coercion πληρώνω με άσκηση εξαναγκασμού § coercion Act νομ. Αναγκαστικός Νόμος
tingle=ουσ. αιμωδία, κνησμός, κν. μυρμήγκιασμα: I felt a tingle in my fingers ένιωσα ένα μυρμήγκιασμα στα δάχτυλά μου # τσούξιμο: the slap left a tingle on my cheek το χαστούκι άφησε ένα τσούξιμο στο μάγουλό μου
ρ. δριμύσσω, κν. τσούζω: my cheek still tigled from the slap το μάγουλό μου έτσουζε ακόμα από το χαστούκι # κνήθω, κν. μυρμηγκιάζω: my fingers tingled with cold τα δάχτυλά μου είχαν μυρμηγκιάσει από το κρύο # ριγώ: tingle with excitement ριγώ από έξαψη

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

paucity=ουσ. ένδεια, έλλειψη, "στενότητα", ανεπάρκεια: paucity of evidence ανεπάρκεια αποδεικτικών στοιχείων

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

obnoxious=
επίθ. απαράδεκτος, απεχθής, αντιπαθητικός: obnoxious conduct απαράδεκτη συμπεριφορά # επιβλαβής, βλαβερός: obnoxious substance βλαβερή ουσία # δυσάρεστος, ενοχλητικός: obnoxious smell δυσωδία, κακοσμία