potty=
επίθ. ασήμαντος, κν. του σωρού, παρακατιανός: he works for a potty little company εργάζεται σε μια ασήμαντη εταιρία # ιδ. ανισόρροπος, βλαμμένος, λοξίας: don't pay attention to what he says, he's potty! μη δίνεις προσοχή σ' αυτά που λέει, είναι βλαμμένος! # ουσ. καθοικάκι νηπίου, κν. γκιογκιό # ΦΡ. potty little job ευκολώτατη δουλειά, "παιγνιδάκι" § potty mouth βρομόστομος, βωμολόχος § potty on/over.. ιδ. ξετρελαμένος με.. § go potty ιδ. χάνω τα λογικά μου
επίθ. ασήμαντος, κν. του σωρού, παρακατιανός: he works for a potty little company εργάζεται σε μια ασήμαντη εταιρία # ιδ. ανισόρροπος, βλαμμένος, λοξίας: don't pay attention to what he says, he's potty! μη δίνεις προσοχή σ' αυτά που λέει, είναι βλαμμένος! # ουσ. καθοικάκι νηπίου, κν. γκιογκιό # ΦΡ. potty little job ευκολώτατη δουλειά, "παιγνιδάκι" § potty mouth βρομόστομος, βωμολόχος § potty on/over.. ιδ. ξετρελαμένος με.. § go potty ιδ. χάνω τα λογικά μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου