gravy=ουσ. μαγειρ. (ζωμός με τον οποίο παρασκευάζεται) σάλτσα κρέατος: gravy -boat σαλτσιέρα
coercion=ουσ. εξαναγκασμός, καταναγκασμός: pay under coercion πληρώνω με άσκηση εξαναγκασμού § coercion Act νομ. Αναγκαστικός Νόμος
tingle=ουσ. αιμωδία, κνησμός, κν. μυρμήγκιασμα: I felt a tingle in my fingers ένιωσα ένα μυρμήγκιασμα στα δάχτυλά μου # τσούξιμο: the slap left a tingle on my cheek το χαστούκι άφησε ένα τσούξιμο στο μάγουλό μου
ρ. δριμύσσω, κν. τσούζω: my cheek still tigled from the slap το μάγουλό μου έτσουζε ακόμα από το χαστούκι # κνήθω, κν. μυρμηγκιάζω: my fingers tingled with cold τα δάχτυλά μου είχαν μυρμηγκιάσει από το κρύο # ριγώ: tingle with excitement ριγώ από έξαψη
coercion=ουσ. εξαναγκασμός, καταναγκασμός: pay under coercion πληρώνω με άσκηση εξαναγκασμού § coercion Act νομ. Αναγκαστικός Νόμος
tingle=ουσ. αιμωδία, κνησμός, κν. μυρμήγκιασμα: I felt a tingle in my fingers ένιωσα ένα μυρμήγκιασμα στα δάχτυλά μου # τσούξιμο: the slap left a tingle on my cheek το χαστούκι άφησε ένα τσούξιμο στο μάγουλό μου
ρ. δριμύσσω, κν. τσούζω: my cheek still tigled from the slap το μάγουλό μου έτσουζε ακόμα από το χαστούκι # κνήθω, κν. μυρμηγκιάζω: my fingers tingled with cold τα δάχτυλά μου είχαν μυρμηγκιάσει από το κρύο # ριγώ: tingle with excitement ριγώ από έξαψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου