scum=ουσ. στρώμα αφρού ή ακαθαρσιών στην επιφάνεια ακίνητου υγρού # επιπλέουσα γλίτσα # μτφ. (για πρόσωπα:) απόβρασμα (της κοινωνίας) λεχρίτης, κάθαρμα: the scum of earth τα αποβράσματα της κοινωνίας
sinter=
ουσ. ιζηματογενές πυριτικό ή ασβεστιτικό πέτρωμα (για πετρώματα:) τόφφος, τώφος, πώρος, πουρί # "σκωρία" μεταλλόμαζας
ρ. (για κόκκους:) τήκομαι σε συμπαγή μάζα συντήκομαι (χωρίς ρευστοποίηση): sintered ash ημιτετηγμένη εκβολάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου