morbid=επίθ. νοσηρός, (ψυχο) παθολογικός, "αρρωστημένος": morbid imagination νοσηρή φαντασία # ιατρ. νοσογόνος: morbid anatomy ιατρ. παθολογική ανατομία # ΦΡ. morbid curiosity νοσηρή περιέργεια § have a morbid outlook on life βλέπω τη ζωή μαύρη
wimp=ουσ. άβουλος, ανθρωπάριο, κν. "λαπάς"
cargo=ουσ. (διακινούμενο) φορτίο: air cargo αεροπορικό φορτίο § dry cargo ξηρό φορτίο # ΦΡ. cargo manifest ναυτ. δηλωτικό φορτίου § cargo ship ναυτ. φορτηγό πλοίο
wimp=ουσ. άβουλος, ανθρωπάριο, κν. "λαπάς"
cargo=ουσ. (διακινούμενο) φορτίο: air cargo αεροπορικό φορτίο § dry cargo ξηρό φορτίο # ΦΡ. cargo manifest ναυτ. δηλωτικό φορτίου § cargo ship ναυτ. φορτηγό πλοίο
decoy= ουσ. μέσο παραπλάνησης: act as a decoy for.. ενεργώ ως μέσο παραπλάνησης για.. # δέλεαρ, δόλωμα, μέσο δελεασμού, κν. κράχτης: a decoy for fools δόλωμα για τους ανόητους # παραπλανητικό ομοίωμα: decoy duck ομοίωμα πάπιας για δόλωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου