overt= επίθ. απροκάλυπτος, απροσχημάτιστος, κατάφωρος: overt hostility απροκάλυπτη εχθρότητα
Δημοσίευση σχολίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου