Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

scrutiny=ουσ. εξονυχιστική έρευνα/εξέταση # αυστηρός έλεγχος: bear scrutiny αντέχω στον έλεγχο # ΦΡ. demand a scrutiny αξιώνω νέα καταμέτρηση ψήφων, αμφισβητώ το αποτέλεσμα εκλογής
promiscuous=ουσ. συνονθυλευματικός, ετερόκλητος, ανομοιογενής: promiscuous mass ετερόκλητη μάζα # που ελευθεριάζει, έκλυτος: promiscuous life έκλυτος βίος
salvage=ουσ. διάσωση, περίσωση (για μεταγενέστερη χρήση κτλ.): salvage value οικον. υπολειμματική αξία # ναυτ. 1. ανέλκυση ναυάγιου, ναυαγιαιρεσία > 2. σώστρα, αμοιβή ναυαγιαιρεσίας
ρ. διασώζω, περισώζω (από καταστροφή, ναυάγιο κτλ.) # προβαίνω σε ανέλκυση ναυάγιου # ανακτώ χρήσιμα υλικά (ναυάγιου κτλ.) για εκμετάλλευση

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

omen=ουσ. οιωνός, "σημάδι", προμήνυμα: bad omen κακός οιωνός, κακό σημάδι
Synonyms: augury, auspice, bodement, boding, foreboding, foretoken, harbinger, indication, portent, premonition, presage, prognostic, prognostication, prophecy, straw, warning, writing on the wall
Notes: omen has a negative connotation, a connotation absent from the word augury; generally, augury bodes well for the future, an omen bodes ill
a harbinger is an indication of the approach of something or someone; a messenger is a person who carries a communications or performs an errand; an omen is a sign of something about to happen

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Wounds

Laceration=ουσ. (για σάρκα:) αμυχή, σχίσιμο, ξέσχισμα, χαρακιά: his legs were full of lacerations τα πόδια του ήταν γεμάτα αμυχές


puncture=ουσ. οπή από λεπτό αιχμηρό όργανο, μικρή οπή, τρυπούλα # διάτρηση ελαστικού επίσωτρου και αεροθάλαμου, κν. κλατάρισμα: on the way I've had a puncture στο δρόμο έμεινα από λάστιχο § puncture patch μπάλωμα τρύπας αεροθάλαμου # διάτρηση: puncture voltage τάση διάτρησης μονωτικού υλικού # ιατρ. παρακέντηση


ρ. παρακεντώ: puncture an abscess παρακεντώ απόστημα # (ψιλο) τρυπώ: puncture a balloon τρυπώ μπαλόνι # (για τροχούς οχημάτων:) ξεφουσκώνω (από ή με τρύπημα) τρυπώ: I punctured his front tyres του τρύπησα τα μπροστινά λάστιχα # μτφ. καταρρακώνω, κν. στραπατσάρω": I punctured his ego στραπατσάρισα τον εγωισμό του


abrasion=ουσ. (εκ)τριβή: abrasion between.. τριβή μεταξύ.. # εκδορά, αμυχή: slight abrasions ελαφρές αμυχές # γεωλ. αποξύρηση # ΦΡ. abrasion of coins "φύρα" (φθορά ή απώλεια βάρους) κερμάτων ή νομισμάτων


incision=ουσ. (εν) τομή: surgical incision χειρουργική τομή


contusion=ουσ. ιατρ. κάκωση, μώλωπας: contusions and wounds κακώσεις και τραύματα


purpura=ουσ. παθολ. πορφυρά


petechiae


scald=ουσ. έγκαυμα (από ζεμάτισμα)


ρ. υφίσταμαι έγκαυμα (από υγρό ή ατμό) ζεματίζομαι: I scalded my fingers ζεμάτισα τα δάχτυλά μου # θερμαίνω σε θερμοκρασία που πλησιάζει το σημείο βρασμού, ζεματίζω: I asked her to scald the milk της ζήτησα να φουσκώσει το γάλα # καθαρίζω (μαγειρικά σκεύη κτλ.) με ζεματιστό νερό


morbidity=ουσ. νοσηρότητα


comorbidity=
two or more coexisting medical conditions or disease processes that are additional to an initial diagnosis.


presence of additional conditions with the initially diagnosed illness.


continence=ουσ. (ικανότητα που επιτρέπει την) εγκράτεια (στις σαρκικές απολαύσεις): exemplary continence υποδειγματική εγκράτεια # φυσιολ. εγκράτεια, ικανότητα ελέγχου της αφόδευσης και της ούρησης


exudate=


ουσ. ιατρ. εξίδρωμα


ρ. ιατρ. εξιδρώνω


eschar(otic)=A dry scab or slough formed on the skin as a result of a burn or by the action of a corrosive or caustic substance or by gengrene.


ουσ. φυσιολ. εσχάρα (τραύματος)
επίθ. φυσιολ. εσχαρωτικός


scab(bed)=ουσ. εσχάρα (τραύματος) κν. κάκαδο # σκωρία φυτών # ψώρα ζώων # ιδ. απεργοσπάστης: scab unions φιλεργοδοτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις


επίθ. (για τραύμα:) καλυπτόμενος από εσχάρα, κν. κακαδιασμένος # που έχει προσβληθεί από ψώρα, ψωριάρικος


scabies=ουσ. παθολ. ψώρα


slough=


1. necrotic tissue in the process of separating from viable portions of the body.
2. to shed or cast off.


ουσ. δέρμα ή "πουκάμισο" φιδιού, φιδοπουκάμισο # βουρκάρι, βάλτος, τέλμα: slough of despond μαύρη απελπισιά # νεκρό έθιμο κτλ.


ρ. (για νεκρούς ιστούς κτλ.) αποβάλλω, απορρίπτω: I watched the snake sloughing its skin παρατηρούσα το φίδι να αλλάζει πουκάμισο # (στο μπριτζ κτλ.) ξεσκαρτάρω


granulation=ουσ. κοκκοποίηση # δομ. σαγρέ(ς)


Small, fleshy, beadlike protuberances, consisting of outgrowths of new capillaries, on the surface of a wound that is healing. Also called granulation tissue.


protuberance=ουσ. εξόγκωμα


Debridement = the process of removing nonliving tissue from pressure ulcers, burns, and other wounds.




maggot=ουσ. σκουλήκι (κρεατόμυγας)


hosiery=ουσ. κάλτσες # (Ην. Βασ.) (πλεκτά) εσώρουχα (και κάλτσες)
counteract=ρ. αντενεργώ, εξουδετερώνω: this drug counteracts the effects of poisoning η δρόγη αυτή εξουδετερώνει τις επιδράσεις δηλητηρίασης
purulent=επίθ. παθολ. πυώδης
Groin = βουβώνας, βουβωνική χώρα
Fret=
ρ. δυσανασχετώ, δυσφορώ, "τρώγομαι": don't fret! πάψε να τρώγεσαι! # ανησυχώ, χολοσκάω: fret about/over.. χολοσκάω για.. # φθείρω με τριβή: fretted rope φθαρμένο σκοινί # ΦΡ. fret in idleness (ελεύθερη απόδοση:) με τρώει το καθησιό
ουσ. ανησυχία, έγνοια ή δυσαρέσκεια: he's on the fret είναι χολωμένος

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

air my laundry out of the window

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

weekend voc

convalescence=ανάρρωση, (βαθμιαία) αποκατάσταση της υγείας
parous =having given birth to one or more viable children
post-partum=after pregnancy
post-mortem
hinder
=ρ. επιβραδύνω, (παρ) εμποδίζω, δυσχεραίνω, (παρα) κωλύω: hinder the progress of.. παρακωλύω την πρόοδο τού..
trout=Chiefly British An elderly woman regarded as being silly.
sumptuous=επίθ. δαπανηρός, πολυτελής: sumptuous clothes πολυτελή ενδύματα # λουκούλειος: sumptuous feast πανδαισία, λουκούλειο γεύμα
bucolic=επίθ. βουκολικός, ποιμενικός, αγροτικός # μτφ. ειδυλλιακός
Machiavellism=μακιαβελισμός ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μακιαβελ (από το όνομα του Ν. Machiavelli) -ισμός]

1.η θεωρία του Μακιαβέλι, δηλ. η με κάθε μέσο, ηθικό ή ανήθικο, επιδίωξη της δύναμης και της επιτυχίας του ηγεμόνα ενός κράτους συνώνυμα: φασισμός
2.(συνεκδ.) η σκέψη ή η ενέργεια που συμφωνεί με το δόγμα του Μακιαβέλι
3.(κατ` επέκτ.) η αδίσταχτη και ανήθικη πολιτική
4.(μτφ.) η πονηρή πράξη που δε δεσμεύεται από ηθικούς φραγμούς συνώνυμα: αμοραλισμός.
bromance=http://en.wikipedia.org/wiki/Bromance
drift sand=κινούμενη άμμος
suture=ράμμα
dot com bubble=http://www.google.com/search?q=dot+com&rls=com.microsoft:el:IE-SearchBox&ie=UTF-8&oe=UTF-8&sourceid=ie7&rlz=1I7ADBF_en
trout=
1.
a. Any of various freshwater or anadromous food and game fishes of the family Salmonidae, especially of the genera Salmo and Salvelinus, usually having a streamlined, speckled body with small scales.
b. Any of various similar but unrelated fishes, such as the troutperch.
2. Chiefly British An elderly woman regarded as being silly.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

arbitrator= A private, neutral person chosen to arbitrate a disagreement, as opposed to a court of law. An arbitrator could be used to settle any non-criminal dispute, and many business contracts make provisions for an arbitrator in the event of a disagreement. Generally, resolving a disagreement through an arbitrator is substantially less expensive than resolving it through a court of law.

binding decision= ουσ. στάχωμα, βιβλιοδετικό κάλυμμα, "βιβλιοδεσία" # ύφασμα ενίσχυσης παρυφών, κν. ρέλι # επίθ. δεσμευτικός, υποχρεωτικός: binding agreement νομ. δεσμευτική σύμβαση ή συμφωνία

close call= something achieved (or escaped) by a narrow margin
It was a close call, but we just made it to the airport on time for our flight.

clench= ρ. κλείνω σφικτά, σφίγγω: clench one's fists σφίγγω τις γροθιές μου § clench one's teeth σφίγγω τα δόντια μου # κρατώ γερά, σφίγγω: clench a handle σφίγγω χειρολαβή

grit= ρ. καλύπτω με αμμοχάλικο: his hands were gritted with sand τα χέρια του ήταν γεμάτα άμμο # τριζω, σκληρίζω: I heard the slate-pencil gritting against a slate άκουσα το κονδύλι να σκληρίζει στην πλάκα # σφίγγω τα δόντια: he gritted his teeth έσφιξε τα δόντια του

scrunch=ουσ. βλ. crunch ΦΡ. scrunch-drying στέγνωμα μαλλιών κατά τούφες (με πιστολάκι)

crunch=ρ. μασώ θορυβωδώς, κν. κριτσανίζω, τραγανίζω: the dog was crunching a large bone το σκυλί τραγάνιζε ένα μεγάλο κόκαλο # (ψιλο)αλέθω, κν. λιανίζω: this machine crunches coal η μηχανή αυτή αλέθει κάρβουνο # τρίζω: the gravel crunched under their feet το χαλίκι έτριζε κάτω από τα πόδια τους # παράγω ήχο σύνθλιψης: the wheels crunched the gravel οι τροχοί έκαναν το χαλίκι να σκληρίσει

clasp= ρ. κρατώ σφικτά, σφίγγω: he was clasping a dagger κρατούσε ένα εγχειρίδιο # σφικταγκαλιάζω: they stood clasped in each other's arms στέκονταν οι δυό τους σφικταγκαλιασμένοι # κουμπώνω (πόρπη κτλ.) θηλυκώνω, μαγκώνω-ομαι, κρικώνω-ομαι: the necklace clasps at the back of the neck το περιδέραιο κουμπώνει στον τράχηλο # (συ)σφίγγω: clasp the bolt on the vice! σφίξε το μπουλόνι στη μέγγενη! # ΦΡ. clasp hands 1. σφίγγω (τα) χέρια, δίνω τά χέρια, κάνω χειραψία > 2. δένω τα χέρια (σε ανθρώπινη αλυσίδα) § clasp one's hands (πλέκω τα χέρια μου με απόγνωση κτλ.) § clasp sb. to one's breast σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά ή στο στήθος μου

on approval= if you buy something on approval, you can send it back within a particular time if you are not satisfied with it
I got a copy of the book on approval.

a dash= ουσ. εξόρμηση, εφόρμηση, έφοδος: I made a dash for the exit όρμησα προς την έξοδο § there was a mad dash for the buffet έγινε ακάθεκτη εφόρμηση στο μπουφέ # παφλασμός: the dash of waves on the rocks kept me awake ο παφλασμός των κυμάτων στους βράχους με κράτησε άγρυπνο § I could hear the dash of oars άκουγα τον παφλασμό των κουπιών # πηλάλα, τρέξιμο: his dash for the door startled me η πηλάλα του για την πόρτα με ξάφνιασε # μικρή, αλλά ουσιώδης προσθήκη, "πρέζα": you must add a dash of salt πρέπει να προσθέσεις μια πρέζα αλάτι # ενεργητικότητα, ζωηράδα, σφρίγος: his skill and dash won him a promotion η επιδεξιότητα και η ενεργητικότητά του επιβραβεύτηκαν με την προαγωγή του # λεβεντιά, παλικαριά: he's known for his dash είναι γνωστός για την παλικαριά του # πίνακας οργάνων (οχήματος): dash lamp / light φως πίνακα οργάνων (αυτοκινήτου κτλ.) # (ΗΠΑ) αγώνας (δρόμου) ταχύτητας, κν. "κούρσα": he runs in the 200 metres dash τρέχει στο διακοσάρι # τυπ. ενωτικό σημείο, παύλα: there should be a dash between the two words θα έπρεπε να υπάρχει παύλα μεταξύ των δύο λέξεων # (για σήματα μόρς:) μακρόν, παύλα: dash-dot-dash μακρόν-βραχύ-μακρόν # ΦΡ. cut a dash ιδ. εντυπωσιάζω, κάνω φιγούρα § full of dash ζωηρός, γεμάτος "νεύρο" § have a dash at.. δοκιμάζω/αποπειρώμαι να.. § make a dash at.. μουντάρω/χιμώ κατά.. § make a dash for.. ορμώ/χιμώ για..

oodles= ουσ. ιδ. πλήθος, σωρεία: oodles of money σωρεία χρημάτων

lashings= ουσ. δαρμός, μαστίγωση: he gave the dog a terrible lashing μαστίγωσε άγρια το σκυλί # μέσο πρόσδεσης, δετηρία: hammock lashing δετηρία αιώρας # ενδυμ. ραφή στερέωσης γυρισμάτων ή φόδρας # (πληθ.) αφθονία, πληθώρα: in lashings ιδ. με τη σέσουλα, κρουνηδόν, σε μεγάλες ποσότητες

a dollop= ουσ. άμορφη (μικρή) μάζα, σβώλος, κν. (σ)γρόμπος: dollop of butter σβώλος βούτυρου

commend= ρ. επαινώ, πλέκω εγκώμιο: I commended the cook on the delicious meal επαίνεσα τοtη μάγειραmαγείρισσα για το γευστικότατο φαγητό # επιδοκιμάζω, εγκωμιάζω: his speech was highly commended η αγόρευσή του εγκωμιάστηκε με τα καλύτερα λόγια # συνιστώ, κρίνω ενεδειγμένο: may I commend that..? μπορώ να συστήσω όπως..; # αναθέτω, εμπιστεύομαι ή παραδίδω (στη φροντίδα κάποιου): commend one's soul to God εγκαταλείπομαι στο έλεος του Θεού

pledge= ουσ. δεσμευτική υπόσχεση, κν. τάξιμο: pledge of friendship υπόσχεση φιλίας § I gave him my pledge του έδωσα την υπόσχεσή μου # μεσεγγύημα, εχέγγυο, εγγύηση: additional pledge πρόσθετη εγγύηση # ενέχυρο: hold in pledge κρατώ ως ενέχυρο # τεκμήριο, ένδειξη: gift as a pledge of friendship δώρο εις ένδειξιν φιλίας # ΦΡ. give / put something in pledge βάζω ενέχυρο § take something out of pledge εξαγοράζω ενέχυρο

ρ. υπόσχομαι, δεσμεύομαι, αναλαμβάνω (υποχρέωση ή δέσμευση) κν. τάζω: I pledged my word to.. έδωσα το λόγο μου σε.. # ενεχυριάζω, κν. "ακουμπώ", βάζω ενέχυρο/αμανάτι: I pledged my watch έβαλα ενέχυρο το ρολόι μου # προπίνω, εγείρω πρόποση: he pledged the bride and the bridegroom έκανε πρόποση υπέρ της νύφης και του γαμπρού # ΦΡ. pledge allegiance to.. δηλώνω πίστη και υπακοή σε..

allude=ρ. αναφέρομαι ακροθιγώς, κάνω νύξη: I have already alluded to the problem of.. αναφέρθηκα ήδη ακροθιγώς στο πρόβλημα τού

low-down= ουσ. έκθεση των περιστατικών ή γεγονότων, "τα καθέκαστα": I gave him the low-down του είπα τα καθέκαστα

know-how= ουσ. τεχνογνωσία: sell the know-how πωλώ την τεχνογνωσία

look-out tower= παρατηρητήριο

upturn= ουσ. (οικονομική) ανοδική πορεία ή τάση, "ανάκαμψη"

upshot=ουσ. έκβαση, κατάληξη: what will be the upshot of it? ποιά θα είναι η κατάληξη του πράγματος;

uptake= ουσ. ανάληψη, αναρρόφηση: uptake pipe σωλήνας αναρρόφησης # αντίληψη, κατανόηση, κν. χαμπάρισμα: quick on the uptake ιδ. πιτσούλα, ατσίδα, "τσακάλι"

upbeat= ουσ. μουσ. ασθενής χρόνος

trickle=
ουσ. μικρό ρυάκι: the river turns into a mere trickle in summer το ποτάμι γίνεται ρυάκι το καλοκαίρι # ροή ή παροχή μικρής έκτασης: trickle of information ψήγματα πληροφοριών # ΦΡ. trickle charger ηλ. ανορθωτής βραδείας φόρτισης
ρ. σταλάζω, ρέω σταγονηδόν # (για ακροατήριο κτλ.) διαρρέω, απέρχομαι έναςένας

pour= ρ. ρέω, χύνομαι: tears were pouring down her cheeks δάκρυα έρρεαν στα μάγουλά της # προκαλώ την εκροή, εκχέω, (εκ) χύνω: be careful not to pour the coffee on the table-cloth πρόσεξε να μη χύσεις τον καφέ στο τραπεζομάντιλο # (για βροχή:) πέφτω καταρρακτωδώς: when I went out, it was pouring όταν βγήκα έβρεχε ραγδαία # (για ποτά:) σερβίρω, "βάζω": I asked her to pour a cup of coffee for me της ζήτησα να μου βάλει ένα φλυτζάνι καφέ # (για πρόσωπα κτλ.) συρρέω: customers were pouring into the shop πελάτες συνέρρεαν στο κατάστημα # ΦΡ. it never rains but it pours! ενός κακού μύρια έπονται!

After the football match the crowds poured out of the stadium into the nearest bars and cafes.

drive a wedge between someone and someone else = to cause people to oppose one another or turn against one another. The argument drove a wedge between Mike and his father.

ailing economy= επίθ. που νοσεί ή πάσχει: he's been ailing for a long time πάσχει από μακρού # μτφ. φιλάσθενος, αρρωστιάρης

everything under the sun = everything that exists or is possible We talked about everything under the sun. She seems to have an opinion on every subject under the sun.

stumble= ρ. προσκόπτω, σκοντάφτω, σκουντουφλώ: he stumbled and fell σκόνταψε και έπεσε # παραπαίω, παραπατώ, βαδίζω τρεκλίζοντας: I stumbled towards.. βάδισα παραπαίοντας προς.. # κοντοστέκομαι, κομπιάζω: I stumbled briefly over the medical term κόμπιασα στον ιατρικό όρο # ανταμώνω ή συναντώ τυχαία, "σκοντάφτω" (πάνω σε..): the police stumbled across a conspiracy η αστυνομία ανακάλυψε τυχαία μια συνωμοσία

totter= ρ. παραπαίω, τρεκλίζω: I tottered to my bed πήγα τρεκλίζοντας στο κρεβάτι μου # κλονίζομαι, σείομαι: with the explosion, the chimney tottered and fell με την έκρηξη, η καμινάδα σείστηκε και έπεσε

thaw=ρ. προκαλώ ή υφίσταμαι τηξη, λ(ε)ιώνω, ξεπαγώνω, τήκω-ομαι: we must thaw the water pipes πρέπει να ξεπαγώσουμε τους υδροσωλήνες § the snow never thaws there το χιόνι δεν λ(ε)ιώνει ποτέ εκεί # (για καιρικές συνθήκες:) είμαι αρκετά θερμός ώστε να προκαλέσω λ(ε)ιώσιμο # (για συμπεριφορά:) 1. "μαλακώνω" (τη στάση μου) 2. παύω να είμαι απόμακρος ή "κουμπωμένος" > 3. "ζεσταίνω-ομαι": after a few drinks, the atmosphere began to thaw μετά από μερικά ποτά, η ατμόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται

propound= to set forth for consideration

insipid= dull

pusillanimous= επίθ. άτολμος, δειλός, λιπόψυχος

ebullient= επίθ. που αναβράζει, που κοχλάζει, ζεματιστός: in ebullient water σε ζεματιστό νερό # μτφ. που αναβλύζει ή ξεχειλίζει, "χειμαρρώδης": ebullient comments χειμαρρώδη σχόλια
overflowing with excitement

fusillade=ουσ. συνεχείς πυροβολισμοί, συνεχή πυρά, τουφεκίδι # μτφ. ομοβροντία, καταιγισμός: fusillade of questions καταιγισμός ερωτήσεων

quiescence= ουσ. αδράνεια, ακινησία: motion and quiescence κίνηση και ακινησία # εφησύχαση, εφησυχασμός: with satisfaction and quiescence με ικανοποίηση και εφησυχασμό # γαλήνευση, καλμάρισμα: quiescence of troubled waters γαλήνευση των ταραγμένων νερών