vicinity= ουσ. γειτνίαση, εγγύτητα: in vicinity with.. σε γειτνίαση με.. # κοντινή ή περιξ περιοχή: they gathered in the vicinity of the cathedral συγκεντρώθηκαν στα πέριξ του καθεδρικού ναού # (για πλήθος ή ποσότητα:) "μέγεθος", "κλίμακα", "τάξη": a population in the vicinity of.. πληθυσμός της τάξεως των..
tilt=
ουσ. κλίση, γέρσιμο, λόξεμα: tilt of the head γέρσιμο του κεφαλιού # (σε κονταρομαχία κτλ.) λόγχισμα, λογχισμός # ταχύτητα, γοργάδα: at full tilt ολοταχώς # γραπτή ή προφορική επίθεση, κατακεραύνωση: have a tilt at.. κατακεραυνώνω τον.., τα σούρνω του.. # ΦΡ. tilt hammer βαρειά ή μηχανική σφύρα § tilt mill σφυρηλατιστήριο § tilt roof αρχιτ. ημικυλινδρική στέγη § tilt yard ιστ. γιόστρα, στίβος κονταρομαχίας
ρ. προσδίδω ή παίρνω κλίση, γέρνω: I tilted the bucket to empty it έγειρα τον κουβά για να τον αδειάσω § the antenna tilts to the right η κεραία γέρνει προς τα δεξιά # κονταρομαχώ, κονταροχτυπιέμαι: tilt at mills σκιαμαχώ # ΦΡ. tilt at.. ιδ. επιτίθεμαι λάβρος κατά..
tilt=
ουσ. κλίση, γέρσιμο, λόξεμα: tilt of the head γέρσιμο του κεφαλιού # (σε κονταρομαχία κτλ.) λόγχισμα, λογχισμός # ταχύτητα, γοργάδα: at full tilt ολοταχώς # γραπτή ή προφορική επίθεση, κατακεραύνωση: have a tilt at.. κατακεραυνώνω τον.., τα σούρνω του.. # ΦΡ. tilt hammer βαρειά ή μηχανική σφύρα § tilt mill σφυρηλατιστήριο § tilt roof αρχιτ. ημικυλινδρική στέγη § tilt yard ιστ. γιόστρα, στίβος κονταρομαχίας
ρ. προσδίδω ή παίρνω κλίση, γέρνω: I tilted the bucket to empty it έγειρα τον κουβά για να τον αδειάσω § the antenna tilts to the right η κεραία γέρνει προς τα δεξιά # κονταρομαχώ, κονταροχτυπιέμαι: tilt at mills σκιαμαχώ # ΦΡ. tilt at.. ιδ. επιτίθεμαι λάβρος κατά..