Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

vicinity= ουσ. γειτνίαση, εγγύτητα: in vicinity with.. σε γειτνίαση με.. # κοντινή ή περιξ περιοχή: they gathered in the vicinity of the cathedral συγκεντρώθηκαν στα πέριξ του καθεδρικού ναού # (για πλήθος ή ποσότητα:) "μέγεθος", "κλίμακα", "τάξη": a population in the vicinity of.. πληθυσμός της τάξεως των..

tilt=
ουσ. κλίση, γέρσιμο, λόξεμα: tilt of the head γέρσιμο του κεφαλιού # (σε κονταρομαχία κτλ.) λόγχισμα, λογχισμός # ταχύτητα, γοργάδα: at full tilt ολοταχώς # γραπτή ή προφορική επίθεση, κατακεραύνωση: have a tilt at.. κατακεραυνώνω τον.., τα σούρνω του.. # ΦΡ. tilt hammer βαρειά ή μηχανική σφύρα § tilt mill σφυρηλατιστήριο § tilt roof αρχιτ. ημικυλινδρική στέγη § tilt yard ιστ. γιόστρα, στίβος κονταρομαχίας

ρ. προσδίδω ή παίρνω κλίση, γέρνω: I tilted the bucket to empty it έγειρα τον κουβά για να τον αδειάσω § the antenna tilts to the right η κεραία γέρνει προς τα δεξιά # κονταρομαχώ, κονταροχτυπιέμαι: tilt at mills σκιαμαχώ # ΦΡ. tilt at.. ιδ. επιτίθεμαι λάβρος κατά..

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

have a ring to it:
if a word or idea has a ring to it, it sounds interesting or attractive (never in continuous tenses) I suppose 'Cathy's Country Cooking' has a certain ring to it.

slog=
transitive verb
1 : to hit hard : beat
2 : to plod (one's way) perseveringly especially against difficulty
intransitive verb
1 : to plod heavily : tramp
2 : to work hard and steadily : plug

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

potty=
επίθ. ασήμαντος, κν. του σωρού, παρακατιανός: he works for a potty little company εργάζεται σε μια ασήμαντη εταιρία # ιδ. ανισόρροπος, βλαμμένος, λοξίας: don't pay attention to what he says, he's potty! μη δίνεις προσοχή σ' αυτά που λέει, είναι βλαμμένος! # ουσ. καθοικάκι νηπίου, κν. γκιογκιό # ΦΡ. potty little job ευκολώτατη δουλειά, "παιγνιδάκι" § potty mouth βρομόστομος, βωμολόχος § potty on/over.. ιδ. ξετρελαμένος με.. § go potty ιδ. χάνω τα λογικά μου

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

gravy=ουσ. μαγειρ. (ζωμός με τον οποίο παρασκευάζεται) σάλτσα κρέατος: gravy -boat σαλτσιέρα
coercion=ουσ. εξαναγκασμός, καταναγκασμός: pay under coercion πληρώνω με άσκηση εξαναγκασμού § coercion Act νομ. Αναγκαστικός Νόμος
tingle=ουσ. αιμωδία, κνησμός, κν. μυρμήγκιασμα: I felt a tingle in my fingers ένιωσα ένα μυρμήγκιασμα στα δάχτυλά μου # τσούξιμο: the slap left a tingle on my cheek το χαστούκι άφησε ένα τσούξιμο στο μάγουλό μου
ρ. δριμύσσω, κν. τσούζω: my cheek still tigled from the slap το μάγουλό μου έτσουζε ακόμα από το χαστούκι # κνήθω, κν. μυρμηγκιάζω: my fingers tingled with cold τα δάχτυλά μου είχαν μυρμηγκιάσει από το κρύο # ριγώ: tingle with excitement ριγώ από έξαψη

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

paucity=ουσ. ένδεια, έλλειψη, "στενότητα", ανεπάρκεια: paucity of evidence ανεπάρκεια αποδεικτικών στοιχείων

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

obnoxious=
επίθ. απαράδεκτος, απεχθής, αντιπαθητικός: obnoxious conduct απαράδεκτη συμπεριφορά # επιβλαβής, βλαβερός: obnoxious substance βλαβερή ουσία # δυσάρεστος, ενοχλητικός: obnoxious smell δυσωδία, κακοσμία