Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

vehemence=ουσ. αψύτητα, ορμή, πάθος, σφοδρότητα, οξύτητα: with incredible vehemence με απίστευτη σφοδρότητα


overt= επίθ. απροκάλυπτος, απροσχημάτιστος, κατάφωρος: overt hostility απροκάλυπτη εχθρότητα