Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

CNS-Depression

ventilate= ρ. ανανεώνω τον αέρα, αερίζω: ventilate a room αερίζω δωμάτιο # μτφ. διατυπώνω ή εκθέτω ανοικτά, "προβάλλω": ventilate one's grievances διατυπώνω ανοικτά τα παράπονά μου
agitation=ουσ. (ανα)ταραχή, αναβρασμός, αναστάτωση: I was in great agitation ήμουν καταταραγμένος # κινητοποίηση: who leads the agitation against.. ποιός ηγείται της κινητοποίησης κατά..
retardation=ουσ. επιβράδυνση: retardation coil επιβραδυντικό πηνίο # καθυστέρηση: mental retardation πνευματική καθυστέρηση
morbidity=ουσ. νοσηρότητα
jaundice=ουσ. παθολ. ίκτερος ((ιατρ.) παθολογική κατάσταση του οργανισμού η οποία συνίσταται στην παρουσία ουσιών της χολής στο αίμα και στους ιστούς και κατά την οποία το δέρμα και οι βλεννογόνοι παίρνουν κίτρινο χρώμα· χρυσή: Mολυσματικός / αιμολυτικός / τοξικός / μηχανικός / ηπατικός ~. ), κν. "χρυσή" # μτφ. χόλιασμα, πίκα: there's a touch of jaundice in what you said υπάρχει κάποιο ίχνος χολής σ' αυτά που είπες
noun
1. Yellowish discoloration of the whites of the eyes, skin, and mucous membranes caused by deposition of bile salts in these tissues. It occurs as a symptom of various diseases, such as hepatitis, that affect the processing of bile. Also called icterus.
2. A state or feeling of negativity or bitterness arising especially from envy or world-weariness.
verb
1. To affect with the discoloration of jaundice.
2. To affect with the negativity or bitterness of jaundice. See Synonyms at
bias.
potentiation=1. To make potent or powerful.
2. To enhance or increase the effect of (a drug).
3. To promote or strengthen (a biochemical or physiological action or effect).
herring=ουσ. (το ψάρι:) ρέγγα: red / smoked herring καπνιστή ρέγγα # ΦΡ. herring bone 1. ψαροκόκαλο > 2. (ως επίρρημα:) κατ' ιχθυάκανθα § draw a red herring across the trail ιδ. παραπλανώ § neither barrel the better herrings! παρ' τον έναν, χτύπα τον άλλον! § neither fish, flesh, fowl, nor good red herring ! στο κοφίνι δε χωράει, στο καλάθι περισσεύει!

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

indulgent=επίθ. επιεικής, χαριζόμενος: indulgent toward the failings of his wife επιεικής στις αδυναμίες της συζύγου του # ανεκτικός: indulgent parents ανεκτικοί γονείς
nuisance=ουσ. βάσανο, (εν) όχληση, "πληγή", "μάστιγα", (κακός) μπελάς: public nuisance κοινωνική μάστιγα ή πληγή § don't be such a nuisance! μην είσαι/γίνεσαι τόσο ενοχλητικός! # στρατ. παρενόχληση: nuisance value παρενοχλητική σκοπιμότητα
curfew=ουσ. (σήμα με το οποίο αναγγέλλεται η) απαγόρευση κυκλοφορίας (κατά τις βραδινές ώρες): we must impose a curfew πρέπει να επιβάλλουμε απαγόρευση της κυκλοφορίας # μτφ. απαγόρευση (βραδινής ή ψυχαγωγικής) εξόδου
trailer=ουσ. ρυμουλκούμενο όχημα, κν. ρυμούλκα: trailer for luggage ρυμούλκα αποσκευών, κν. μπαγκαζιέρα # (ρυμουλκούμενο) τροχόσπιτο: trailer camp καταυλισμός τροχόσπιτων § live in a trailer ζω σε τροχόσπιτο # αποσπάσματα ή σκηνές από προσεχή προβολή ταινίας: screen a trailer προβάλλω σκηνές προσεχούς έργου
contemplate=ρ. θωρώ, κοιτάζω, ατενίζω, παρατηρώ: I stood contemplating the statue στεκόμουν και ατένιζα το άγαλμα # στοχάζομαι, επιδίδομαι σε στοχασμό, διαλογίζομαι: I stole a few minutes to sit and contemplate (ξ)έκλεψα μερικά λεπτά για να ηρεμήσω και να στοχαστώ # σχεδιάζω, μελετώ, προτίθεμαι, "σκέπτομαι" (να..), σκοπεύω (να..): we're contemplating a visit to Madrid σκεπτόμαστε να επισκεφθούμε τη Μαδρίτη # αναπολώ: I sat contemplating the past κάθησα αναπολώντας το παρελθόν
grind=
ουσ. τρόχισμα: the tooth needs a grind το δόντι χρειάζεται τρόχισμα # (μέγεθος στο οποίο εκτελείται) άλεσμα: coarse grind αδρό άλεσμα # ιδ. μονότονη και κουραστική εργασία, μόχθος, "ειλωτεία", κν. "αγγαρεία": go back to the old grind επιστρέφω στο μαγγανοπήγαδο § daily grind καθημερινός μόχθος # εντατική διδασκαλία ή μελέτη # λίκνισμα των γλουτών: bumps and grinds ιδ. ακκισμοί/κουνήματα (ειδ. στριπτιζέζ) # ιπποδρομία μετ' εμποδίων # (για ψυχαγωγικό θέαμα:) ανιαρός, "κρεμάλα"
ρ. ενεργώ ή υφίσταμαι άλεση, αλέθω-ομαι: this machine grinds maize η μηχανή αυτή αλέθει καλαμπόκι § this maize grinds easily αυτό το καλαμπόκι αλέθεται εύκολα # συνθλίβω, ψιλοκοπανίζω, λιανίζω: grind to dust κονιορτοποιώ # τροχίζω, ακονίζω: this knife needs grinding το μαχαίρι αυτό χρειάζεται τρόχισμα # προστρίβω ή συνθλίβω (με βία ή θόρυβο): ge ground his teeth έτριξε τα δόντια του # μοχθώ ή μελετώ εντατικά: he grinds away at chemistry μελετά χημεία εντατικά # ταλανίζω, κατατρύχω, κατατρέχω: there are many among us ground down by poverty υπάρχουν μεταξύ μας πολλοί που τους κατατρέχει η φτώχεια # αργοσέρνομαι, προχωρώ με δυσκολία ή τριγμούς: a cart came grinding past πέρασε ένα κάρο κινούμενο με τριγμούς # προγυμνάζω-ομαι: he's grinding in Latin προγυμνάζεται στα λατινικά # συνεχίζω (να μιλώ κτλ.) ατέλειωτα και μονότονα: he ground on, ignoring my obvious boredom συνέχισε ακάθεκτος, αδιαφορώντας για την ολοφάνερη ανία μου # (για κινήσεις του σώματος:) λικνίζω: she grinds her hips λικνίζει τους γοφούς της # ΦΡ. grind in μηχ. ρυθμίζω ή τρίβω βαλβίδες κινητήρα εσωτερικής καύσης § grind sb. in.. εκπαιδεύω κάποιον σε.., παραδίδω φροντιστηριακά μαθήματα σε.. § grind to a halt ακινητοποιούμαι προοδευτικά ή με τριγμούς § God's mill grinds slow, but sure! ο Θεός αργεί αλλά δε λησμονεί! § have an axe to grind ιδ. έχω προσωπική ανάμιξη, έχω την ουρά μου μέσα (στη υπόθεση κτλ.)
wiggle my waist=ουσ. ενεργώ ή υφίσταμαι νευρική παλινδρομική κίνηση ή συστροφή (μέρους) του σώματος, αναδεύω-ομαι, σαλεύω, λικνίζω: she wiggled her hips λίκνισε τους γοφούς της § the baby was wiggling its toes το μωρό σάλευε τα δάχτυλα των ποσδιών του
ουσ. νευρική παλινδρομική κίνηση ή συστροφή (μέρους) του σώματος, ανάδευση, σάλεμα, "παίξιμο": the worm gave a wiggle το σκουλήκι αναδεύτηκε

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

bun=ουσ. κουλουράκι, βούτημα: currant bun σταφιδόψωμο # κρώβυλος, κότσος μαλλιών: she wears her hair in a bun χτενίζει τα μαλλιά της κότσο # ΦΡ. bun-fight πολυάνθρωπη δεξίωση τσαγιού (με συνωστισμό στο τραπέζι βουτημάτων) § take the bun ιδ. παραγίνομαι, το παραξηλώνω
governess=ουσ. (ιδιωτική) νηπιαγωγός, κν. γκουβερνάντα, νταντά
ad hoc=
Adj.
1.
ad hoc - often improvised or impromptu; "an ad hoc committee meeting"
unplanned - without apparent forethought or prompting or planning; "an unplanned economy"; "accepts an unplanned order"; "an unplanned pregnancy"; "unplanned remarks"
2.
ad hoc - for or concerned with one specific purpose; "a coordinated policy instead of ad hoc decisions"
specific - (sometimes followed by `to') applying to or characterized by or distinguishing something particular or special or unique; "rules with specific application"; "demands specific to the job"; "a specific and detailed account of the accident"
Adv.
1.
ad hoc - for one specific case; "they were appointed ad hoc"
on top of it
obsene=επίθ. άσεμνος, αισχρός: circulate obscene books κυκλοφορώ βιβλία άσεμνου περιεχόμενου § obscene suggestions άσεμνες προτάσεις
dissent an exam=ουσ. εκτελώ ανατομή, ανατέμνω: dissect a dead body ανατέμνω πτώμα # μτφ. αναλύω: they're dissecting the results of the elections αναλύουν τα αποτελέσματα των εκλογών # εξετάζω σχολαστικά, κν. "ψειρίζω": they're dissecting the President's speech ψειρίζουν το λόγο του Προέδρου

Pharmacology

deficit=ουσ. έλλειμμα, "άνοιγμα" (ισοζύγιου κτλ.): deficit financing τακτική ελλειμματικού προϋπολογισμού § make good the deficit αναπληρώνω το έλλειμμα

summation=

Physiology. the arousal of impulses by a rapid succession of stimuli, carried either by separate sensory neurons (spatial summation) or by the same sensory neuron (temporal summation).

Physiology The process by which multiple or repeated stimuli can produce a response in a nerve, muscle, or other part that one stimulus alone cannot produce.

Spatial summation=sensory summation that involves stimulation of several spatially separated neurons at the same time

temporal summation=sensory summation that involves the addition of single stimuli over a short period of time

relay=ρ. αναμεταδίδω: the concert will be relayed live from.. η συναυλία θα αναμεταδοθεί ζωντανή από.. # αναμεταβιβάζω, μεταβιβάζω: you must relay these orders to.. πρέπει να μεταβιβάσεις τις διαταγές αυτές σε.. # απλώνω ή στρώνω εκ νέου: relay a carpet ξαναστρώνω χαλί

ουσ. φυλακή, βάρδια, κν. σκάντζα: work in relays εργάζομαι με βάρδιες # αλλάγι (δηλ. ξεκούραστο υποζύγιο εναλλαγής): did you harness the relays? έζεψες τα αλλάγια; # αθλητ. σκυταλοδρομία: relay team ομάδα σκυταλοδρομίας § relay race σκυταλοδρομία # τεχνολ. αναμετάδοση (εκπομπής κτλ.): relay broadcast αναμετάδοση εκπομπής § relay broadcasting station σταθμός αναμετάδοσης εκπομπών # ηλ. ηλεκτρονόμος, κν. ρελέ(ς): current relay ηλεκτρονόμος έντασης

arousal= 1. To awaken from or as if from sleep.
2. To stir up; excite: The odd sight aroused our curiosity. See Synonyms at
provoke.
3. To stimulate sexual desire in.

damp=
ουσ. υγρασία, νότος, νότισμα: he stayed out in the damp έμεινε έξω στην υγρασία # δηλητηριώδη αέρια ορυχείου: fire damp επικίνδυνα αέρια μεθανίου σε ορυχείο # μτφ. απογοήτευση, ψυχρολουσία: strike a damp over.. υποβάλλω σε ψυχρολουσία τον.. # επίθ. υγρός, νοτισμένος, νοτερός: the soil was damp το χώμα ήταν υγρό # ΦΡ. damp behind the ears ιδ. άβγαλτος, πρωτάρης § damp squib φιάσκο, "σαπουνόφουσκα"
ρ. υγραίνω, νοτίζω # ΦΡ. damp down 1. αμβλύνω, μειώνω: this material will damp down the vibrations αυτό το υλικό θα αμβλύνει τις δονήσεις > 2. περιστέλλω, καταστέλλω: damp the appetite of.. κόβω την όρεξη του.. 3. μειώνω την ένταση καύσης, "χαμηλώνω": I damped the fire and went to bed χαμήλωσα τη φωτιά και έπεσα στο κρεβάτι

dampen=ρ. υγραίνω, μουσκεύω: she dampens the shirts before ironing them μουσκεύει τα πουκάμισα πριν τα σιδερώσει # ΦΡ. dampen down αμβλύνω: dampen down the enthusiasm of.. αμβλύνω τον ενθουσιασμό τού..

knock down- knock out =paralylize

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Microbiology lec3, 4

vegetative=επίθ. βλαστικός: vegetative reproduction βλαστική αναπαραγωγή
aliquot=ουσ. μαθ. 1. υποπολλαπλάσιο: the number 4 is an aliquot part of 12 το 4 είναι υποπολλαπλάσιο του 12 # 2. ακριβής διαιρέτης # μτφ. αντιπροσωπευτικό δείγμα # επίθ. υποπολλαπλάσιος
impregnate=ρ. καθιστώ έγγυο, γονιμοποιώ ωάριο, κν. γκαστρώνω # διαβρέχω, διαποτίζω, εμποτίζω: impregnated wood εμποτισμένο ξύλο
engrain - impregnate - infuse - percolate - permeate - saturate - steep=εμποτίζω
inoculate=ρ. ιατρ. εμβολιάζω: inoculate against.. εμβολιάζω κατά.. § inoculate with.. εμβολιάζω με..