tingle=ουσ. αιμωδία, κνησμός, κν. μυρμήγκιασμα: I felt a tingle in my fingers ένιωσα ένα μυρμήγκιασμα στα δάχτυλά μου # τσούξιμο: the slap left a tingle on my cheek το χαστούκι άφησε ένα τσούξιμο στο μάγουλό μου
ρ. δριμύσσω, κν. τσούζω: my cheek still tigled from the slap το μάγουλό μου έτσουζε ακόμα από το χαστούκι # κνήθω, κν. μυρμηγκιάζω: my fingers tingled with cold τα δάχτυλά μου είχαν μυρμηγκιάσει από το κρύο # ριγώ: tingle with excitement ριγώ από έξαψη
malaise=ουσ. (γενική) αδιαθεσία: inexplicable malaise ανεξήγητη αδιαθεσία # δυσφορία: deeplyfelt malaise among.. έντονη δυσφορία μεταξύ..
fracture=ιατρ. κάταγμα: fracture of the skull κάταγμα του κρανίου, κρανιακό κάταγμα
ρ. σπάζω, θραύω-ομαι: fractured part of a machine σπασμένο εξάρτημα μηχανήματος # υφίσταμαι ή προξενώ κάταγμα: he fractured his skull υπέστη κάταγμα του κρανίου § his bones fracture easily τα οστά του σπάζουν εύκολα # ιδ. προκαλώ ακατάσχετα γέλια: you fracture me! με κάνεις να ξεκαρδίζομαι!
relapse=ρ. υποτροπιάζω, επιδεινώνομαι εκ νέου, κν. "ξανακυλώ": relapse into sin ξανακυλώ στην αμαρτία # ιατρ. υποτροπιάζω, υποστρέφω: relapse into unconsciousness περιέρχομαι εκ νέου σε κατάσταση αναισθησίας
bereavement=ουσ. απώλεια συγγενούς προσώπου: recent bereavement of a brother πρόσφατη απώλεια αδελφού # πένθος: we all sympathise with you in your bereavement όλοι μας συμμεριζόμαστε το πένθος σας
lacks prof. conduct
elicit opinion=
ρ. εκμαιεύω, αποσπώ: elicit a reply εκμαιεύω απάντηση § elicit universal admiration αποσπώ τον γενικό θαυμασμό # προκαλώ την εκδήλωση, φέρω στην επιφάνεια, "αφυπνίζω": elicit the innate sense of justice αφυπνίζω το έμφυτο αίσθημα της δικαιοσύνης
prompt patient to think consequences=
ρ. παρακινώ, παροτρύνω, "ωθώ", προτρέπω: what prompted him to react so violently? τι τον ώθησε να αντιδράσει τόσο βίαια; # υπαγορεύω/υπενθυμίζω κείμενο, ή κινήσεις ρόλου κτλ., κάνω τον υποβολέα: the actor forgot his line and had to be prompted ο ηθοποιός ξέχασε την ατάκα του και χρειάστηκε παρέμβαση του υποβολέα # ΦΡ. prompt a witness νομ. παραπείθω ή υπολαμβάνω μάρτυρα
candid=επίθ. ειλικρινής, κν. ντόμπρος: he's a candid person είναι ειλικρινής άνθρωπος # απερίφραστος, σταράτος: I told him a few candid words του είπα μερικά σταράτα λόγια # ΦΡ. candid camera 1. (φωτογραφικό) στιγμιότυπο, κν. ενσταντανέ > 2. μτφ. σπαρταριστά στιγμιότυπα (της καθημερινής ζωής)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου