Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Immunology-Immunity

An important concept= instead of idea


live attenuated viruses
ρ. ισχναίνω, λεπτύνω, αδυνατίζω: attenuated body αδυνατισμένο σώμα # μετριάζω, ελαφρύνω: attenuating circumstances ελαφρυντικά


compromise=
ουσ. συμβιβασμός, συμβιβαστική λύση: they soon reached a compromise δεν άργησαν να καταλήξουν σε συμβιβασμό § historic compromise ιστορικός συμβιβασμός # ενδοτικότητα: silence is a form of compromise η σιωπή είναι μια μορφή ενδοτικότητας # συγκερασμός (δύο παραγόντων): it is obvious that this is a compromise between.. είναι προφανές πως αυτό αποτελεί συγκερασμό μεταξύ..
ρ. προβαίνω σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, συμβιβάζομαι: I wanted coffee and she wanted milk, so we compromised on tea εγώ ήθελα καφέ και εκείνη ήθελε γάλα, έτσι συμβιβαστήκαμε σε τσάι # ενδίδω, υποχωρώ: must you always compromise? πρέπει πάντα να ενδίδεις; # δυσφημίζω, εκθέτω (στα μάτια του κόσμου) εκθέτω σε σκάνδαλο ή κίνδυνο: he compromised his good reputation εξέθεσε σε κίνδυνο το καλό του όνομα # απεμπολώ: I refused to compromise my principles αρνήθηκα να απεμπολήσω τις αρχές μου # ΦΡ. compromising position ενοχοποιητική στάση


comprises=composed of

endow=ρ. επιχορηγώ: endow a bed in an orphanage επιχορηγώ κλίνη σε ορφανοτροφείο # προικίζω, προικοδοτώ: nature has endowed her with.. η φύση την έχει προικίσει με.. § amply endow with.. πλούσια προικισμένος με..

eneveloped viruses possess membrane proteins endowed with fusogenic props


cells come equipped with receptors
bac overwhelming host
ρ. κατακλύζω: a mass of water overwhelmed the camp ένας όγκος νερού κατέκλυσε το στρατόπεδο # (για συναισθήματα:) κατακυριεύω, "συνέχω", συνεπαίρνω, συγκλονίζω: he's overwhelmed by dispair τον συνέχει απελπισία # (κατα) συντρίβω, καταβάλλω, κατατροπώνω, "σαρώνω": we were overwhelmed by superior forces μας συνέτριψαν υπέρτερες δυνάμεις
επίθ. ακατανίκητος, ακαταμάχητος: I felt an overwhelming urge to.. ένοιωσα μια ακατανίκητη επιθυμία να.. # σαρωτικός: overwhelming victory σαρωτική νίκη # συγκλονιστικός: overwhelming experience συγκλονιστική εμπειρία


Tcells recognise antigen conjointly with/in association with


phagocytes are widespread throughout tissues


present constitutively

constitutive=επίθ. που έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε ενέργειες, ίδρυση, θέσπιση, διορισμούς κτλ., καταστατικός: constitutive committee ιδρυτική επιτροπή # συστατικός, που συναπαρτίζει: constitutive element συστατικό στοιχείο


exquisite specificity=επίθ. εξαίσιος, θεσπέσιος: she has an exquisite figure έχει θεσπέσια σιλουέτα # λεπτοδουλεμένος: exquisite piece of embroidery λεπτοδουλεμένο κέντημα # (για συναισθήματα:) έντονος, βαθύς: exquisite joy έντονη χαρά # (για ιδιοσυγκρασία:) αισθαντικός, "ευαίσθητος" εκλεπτυσμένος: exquisite tastes εκλεπτυσμένα γούστα


elicit=ρ. εκμαιεύω, αποσπώ: elicit a reply εκμαιεύω απάντηση § elicit universal admiration αποσπώ τον γενικό θαυμασμό # προκαλώ την εκδήλωση, φέρω στην επιφάνεια, "αφυπνίζω": elicit the innate sense of justice αφυπνίζω το έμφυτο αίσθημα της δικαιοσύνης


unleash=ρ. εξαπολύω: unleash a nuclear war εξαπολύω πυρηνικό πόλεμο

culminate=ρ. αστρον. μεσουρανώ: the stars culminate when they pass the meridian τα άστρα μεσουρανουν όταν διέρχονται τον μεσημβρινό # μτφ. αποκορυφώνομαι: my career culminated in my appointment as general manager η σταδιοδρομία μου αποκορυφώθηκε με το διορισμό μου ως γενικού διευθυντή # εξελίσσομαι, απολήγω: the incidents culminated in a general uprising τα επεισόδια απέληξαν σε γενική εξέγερση

pathway culminates


culminating info of membrane


IFN-γ essential for orchestrating many aspects of antiviral defenses =instead of coordinating


imflammation encompasses both innate and adaptive immunity
ρ. περιλαμβάνω, διαλαμβάνω: encompass a wide range of subjects περιλαμβάνω ευρύ φάσμα θεμάτων # περιστοιχίζω, περιβάλλω, περικλείω: the city is encompassed by hills η πόλη περιστοιχίζεται από λόφους


Bac breaches hosts defenses


confer=ρ. συνδιαλέγομαι, ανταλλάσσω απόψεις, συσκέπτομαι: they briefly conferred and turned to me κουβέντιασαν για λίγο ιδιαιτέρως και στράφηκαν προς το μέρος μου # απονέμω: confer favour on.. απονέμω εύσημα ειςsε.. § confer holy orders on.. θρησκ. χειροτονώ τον.., εισάγω στις τάξεις της ιεροσύνης τον.. # εκχωρώ, παραχωρώ: he thinks that his position confers the right of ordering me about νομίζει ότι η θέση που κατέχει του παραχωρεί το δικαιώμα να με διατάζει # ΦΡ. confer power of attorney on.. νομ. καθιστώ πληρεξούσιο τον.., εξουσιοδοτώ τον..


act in synergy with =instead of cooperate


collaboration between B+T cell


B-cells require assistance= instead of need help


T cells execute their differentiation


theory stipulates
ρ. ορίζω σαφώς και κατηγορηματικώς, (καθ) ορίζω: stipulate for a reward of.. ορίζω ως αποζημίωση το ποσό των.. # θέτω/τάσσω ως όρο ή προϋπόθεση: the contract stipulates that delivery shall be effected within a month το συμβόλαιο θέτει ως όρο ότι η παράδοση θα πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα μήνα # διομολογώ, συνομολογώ, "συμφωνώ": stipulate in writing that.. συνομολογώ εγγράφως ότι..


promiscuity=ουσ. ανηθικότητα, ακολασία, εκτραχηλισμός: sexual promiscuity σεξουαλικός εκτραχηλισμός
promiscuous=ουσ. συνονθυλευματικός, ετερόκλητος, ανομοιογενής: promiscuous mass ετερόκλητη μάζα # που ελευθεριάζει, έκλυτος: promiscuous life έκλυτος βίος


obeys/follows rules


straw = ουσ. (ως μεμονωμένο ή συγκεντρωμένο υλικό:) άχυρο, σκύβαλο: remove the straw from the stable! βγάλε τα άχυρα από το στάβλο! § you have a straw in your hair έχεις ένα άχυρο στα μαλλιά σου # ψίαθος, ψάθα: hat made of straw ψάθινο καπέλο # "καλαμάκι" ρόφησης: I gave him a straw for his drink του έδωσα ένα καλαμάκι για το ποτό του # μτφ. κάτι ασήμαντο ή αναξιόλογο, "σκύβαλο": not worth a straw εντελώς ανάξιος λόγου # ΦΡ. straw-board στρατσόχαρτο, χασαπόχαρτο § straw case "ψάθα" ( πλέγμα) που περιβάλλει φιάλη § straw-coloured αχυροκίτρινος, ξανθοκίτρινος § straw hat ψάθινο καπέλο, ψαθάκι § straw in the wind, a ιδ. οιωνός, προμήνυμα, σημείο των καιρών § straw man 1. σκιάχτρο > 2. ιδ. "αχυράνθρωπος", ενεργούμενο § straw poll/vote ανεπίσημη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, πρόχειρη δημοσκόπηση § straw roof αχυροσκεπή § draw straws ιδ. τραβώ ή ρίχνω κλήρους § drowning man will clutch at a straw ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται § that's the last straw! ιδ. ως εδώ και μη παρέκει!

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Thank you Fenton!

Cantankerous=επίθ. εριστικός, κν. καυγατζής: cantankerous husband καυγατζής σύζυγος
επίθ. εριστικός, κν. καυγατζής: cantankerous husband καυγατζής σύζυγος
cantankerousness=oυσ. εριστικότητα: intolerable cantankerousness ανυπόφορη εριστικότητα
Besmirch=ρ. κατασπιλώνω, κηλιδώνω: besmirch the name of.. κατασπιλώνω το όνομα τού..
Ambivalent=επίθ. αμφίθυμος # αμφίσημος # ουσ. ιδ. αμφιφυλόφιλος, μπινές
Implicit=επίθ. αυτονόητος: i obligations αυτονόητες υποχρεώσεις # υποκρυπτόμενος: implicit threat υποκρυπτόμενη απειλή # ολόθυμος, απόλυτος: implicit faith απόλυτη/τυφλή πίστη # ανεπιφύλακτος, "τυφλός": implicit obedience τυφλή υπακοή # κρύφιος, ανεκδήλωτος: implicit desires κρυφές επιθυμίες, κρυφοί πόθοι # ΦΡ. implicit function μαθ. πεπλεγμένη συνάρτηση

from Com. lec&work.

tingle=ουσ. αιμωδία, κνησμός, κν. μυρμήγκιασμα: I felt a tingle in my fingers ένιωσα ένα μυρμήγκιασμα στα δάχτυλά μου # τσούξιμο: the slap left a tingle on my cheek το χαστούκι άφησε ένα τσούξιμο στο μάγουλό μου
ρ. δριμύσσω, κν. τσούζω: my cheek still tigled from the slap το μάγουλό μου έτσουζε ακόμα από το χαστούκι # κνήθω, κν. μυρμηγκιάζω: my fingers tingled with cold τα δάχτυλά μου είχαν μυρμηγκιάσει από το κρύο # ριγώ: tingle with excitement ριγώ από έξαψη
malaise=ουσ. (γενική) αδιαθεσία: inexplicable malaise ανεξήγητη αδιαθεσία # δυσφορία: deeplyfelt malaise among.. έντονη δυσφορία μεταξύ..
fracture=ιατρ. κάταγμα: fracture of the skull κάταγμα του κρανίου, κρανιακό κάταγμα
ρ. σπάζω, θραύω-ομαι: fractured part of a machine σπασμένο εξάρτημα μηχανήματος # υφίσταμαι ή προξενώ κάταγμα: he fractured his skull υπέστη κάταγμα του κρανίου § his bones fracture easily τα οστά του σπάζουν εύκολα # ιδ. προκαλώ ακατάσχετα γέλια: you fracture me! με κάνεις να ξεκαρδίζομαι!
relapse=ρ. υποτροπιάζω, επιδεινώνομαι εκ νέου, κν. "ξανακυλώ": relapse into sin ξανακυλώ στην αμαρτία # ιατρ. υποτροπιάζω, υποστρέφω: relapse into unconsciousness περιέρχομαι εκ νέου σε κατάσταση αναισθησίας
bereavement=ουσ. απώλεια συγγενούς προσώπου: recent bereavement of a brother πρόσφατη απώλεια αδελφού # πένθος: we all sympathise with you in your bereavement όλοι μας συμμεριζόμαστε το πένθος σας
lacks prof. conduct
elicit opinion=
ρ. εκμαιεύω, αποσπώ: elicit a reply εκμαιεύω απάντηση § elicit universal admiration αποσπώ τον γενικό θαυμασμό # προκαλώ την εκδήλωση, φέρω στην επιφάνεια, "αφυπνίζω": elicit the innate sense of justice αφυπνίζω το έμφυτο αίσθημα της δικαιοσύνης
prompt patient to think consequences=
ρ. παρακινώ, παροτρύνω, "ωθώ", προτρέπω: what prompted him to react so violently? τι τον ώθησε να αντιδράσει τόσο βίαια; # υπαγορεύω/υπενθυμίζω κείμενο, ή κινήσεις ρόλου κτλ., κάνω τον υποβολέα: the actor forgot his line and had to be prompted ο ηθοποιός ξέχασε την ατάκα του και χρειάστηκε παρέμβαση του υποβολέα # ΦΡ. prompt a witness νομ. παραπείθω ή υπολαμβάνω μάρτυρα
candid=επίθ. ειλικρινής, κν. ντόμπρος: he's a candid person είναι ειλικρινής άνθρωπος # απερίφραστος, σταράτος: I told him a few candid words του είπα μερικά σταράτα λόγια # ΦΡ. candid camera 1. (φωτογραφικό) στιγμιότυπο, κν. ενσταντανέ > 2. μτφ. σπαρταριστά στιγμιότυπα (της καθημερινής ζωής)

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

From alcohol toxicology

Lacrimation =The production, secretion, and shedding of tears. From the Indo-European dakru meaning a tear (from a weeping eye) via the Latin lacrima.

unpalatable=επίθ. δυσάρεστης γεύσης, δύσγευστος: the salad was unpalatable η σαλάτα δεν τρωγόταν # μτφ. που δύσκολα γίνεται αποδεκτός, "δυσκολοχώνευτος": unpalatable views δυσκολοχώνευτες απόψεις