Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

administer a rebuke= ρ. επιπλήττω, επιτιμώ, κν. κατσαδιάζω, "μαλώνω"
I rebuked him for= ρ. επιπλήττω, επιτιμώ, κν. κατσαδιάζω, "μαλώνω"
severe reprimand= ουσ. επιτίμηση, επίπληξη
reprimand severely= ρ. επιτιμώ, επιπλήττω