Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

listening&learning

animate=επίθ. έμβιος, έμψυχος, ζωντανός: the animate serves the animal το έμβιο εξυπηρετεί το ζώο
inanimate=επίθ. άψυχος: inanimate objects άψυχα αντικείμενα # στερούμενος συνείδησης ή δυνατότητας κίνησης
quell=ρ. καταστέλλω, καταπνίγω: quell an uprising καταστέλλω εξέγερση # καθυποτάσσω, κατασιγάζω: I tried to quell his anxieties προσπάθησα να κατασιγάσω τις ανησυχίες του
bold=επίθ. τολμηρός, θαρραλέος: bold plan τολμηρό σχέδιο § bold enterprise θαρραλέο εγχείρημα # ιταμός, αναιδής, θρασύς: he's bold enough to ask such questions είναι αρκετά θρασύς ώστε να κάνει τέτοιες ερωτήσεις # ευκρινής, ευδιάκριτος: bold outline of.. ευδιάκριτο περίγραμμα τού.. # έντονος: bold stripes έντονες ρίγες # περίβλεπτος, τονισμένος: bold figure of architecture τονισμένο αρχιτεκτονικό στοιχείο # απόκρημνος, απότομος: bold cliff απότομος γκρεμός # τυπ. έντονος, "μαύρος": bold face / type έντονα ή "μαύρα" τυπογραφικά στοιχεία # ΦΡ. as bold as brass ιδ. θρασύτατος § make so bold as to.. παίρνω το θάρρος να.., αποτολμώ να.. § put a bold face on it ιδ. 1. κάνω κουράγιο, κάνω τα πικρά γλυκά > 2. οπλίζομαι με γενναιότητα, αντιμετωπίζω γενναία
bald=επίθ. (για πρόσωπα:) φαλακρός # (για χώρους:) αποψιλωμένος, "γυμνός" # (για ελαστικά επίσωτρα:) εφθαρμένος, φαγωμένος # μτφ. που δεν έχει υποστεί εξωραϊσμό, "αψιμυθίωτος", "ωμός", "ψυχρός": bald statement of facts ψυχρή παράθεση γεγονότων
bug=
ουσ. κορέος, κν. κοριός: the bed was full of bugs το κρεβάτι ήταν γεμάτο κοριούς # (ΗΠΑ) (ασθένεια την οποία προκαλεί) μικρόβιο/ιός: I think I've caught a bug νομίζω ότι άρπαξα μικρόβιο # μανία, τρέλα, πάθος, "βίδα", "μικρόβιο": after his first visit to the casino, he's got the bug μετά την πρώτη του επίσκεψη στο καζίνο, του κόλλησε η μανία # ιδ. (αφανές) ελάττωμα μηχανήματος κτλ.: the programme has a bug το πρόγραμμα έχει ιό # ιδ. κρυμμένο μικρόφωνο παρακολούθησης, "κοριός": plant a bug βάζω κοριό # ΦΡ. fire-bug (το έντομο:) 1. πυγολαμπίδα > 2. μτφ. πυρομανής, εμπρηστής § litter-bug ιδ. άτομο που ρυπαίνει σκορπίζοντας σκουπίδια § moon bug ιδ. τεχνολ. σεληνόχημα, σεληνιακό όχημα § snug as a bug in a rug ιδ. καλοβολεμένος, αραχτός
ρ. ιδ. εγκαθιστώ μικρόφωνο παρακολούθησης, κατασκοπεύω, παρακολουθώ: my office is bugged το γραφείο μου παρακολουθείται με μικρόφωνα # ενοχλώ, δαιμονίζω, βουρλίζω, διαολίζω: stop bugging me! πάψε να με διαολίζεις # ΦΡ. bug off! χάσου! τσακίδια! § bug out ιδ. παίρνω πόδι
bug off=χάσου! τσακίδια!.
bug out=παίρνω πόδι
bugger=ενοχλητικός
set off=αναδεικνύω # αντιπαραβάλλω # αντισταθμίζω # δίνω το έναυσμα # ξεκινώ # προβάλλω # πυροδοτώ # συμψηφίζω # τονίζω
knock out=αδειάζω με κτύπημα # αποκλείω # βγάζω με κτύπημα # βγάζω νοκ-άουτ (στην πυγμαχία και μτφ.) # εξουθενώνω # θέτω εκτός ανταγωνισμού # ξεκάνω
pound=
ουσ. (νομισματική μονάδα:) λίρα: ten-pound note χαρτονόμισμα δέκα λιρών # (μέτρο βάρους ή όγκου:) λίβρα: sold by the pound πωλούμενος με τη λίβρα # περίφρακτος χώρος περισυλλογής αδέσποτων οικόσιτων ζώων: dog pound μάντρα του μπόγια # περίφρακτος χώρος φύλαξης προσωρινά κατεσχημένων οχημάτων, "μάντρα" (της τροχαίας) # ΦΡ. pound sterling (λίρα) στερλίνα § have one's pound of flesh ιδ. παίρνω τα δίκια μου § in for a penny, in for a pound ιδ. όλα για όλα
ρ. καταφέρω βαρύ/ισχυρό πλήγμα, κτυπώ, κν. κοπανώ: did you pound the meat before cooking it? κοπάνησες το κρέας πριν το μαγειρέψεις; § he was pounding at the door κοπανούσε την πόρτα § I pounded my foot on the floor κτύπησα/κοπάνησα το πόδι μου στο πάτωμα # κινούμαι με βαρύ ή βροντερό βήμα: he pounded up and down πηγαινοερχόταν με βαρύ βήμα # θρυμματίζω, συντρίβω, κονιορτοποιώ, κν. ψιλοκοπανίζω: pounded glass κονιορτοποιημένο γυαλί # (για καρδιά:) κτυπώ δυνατά: when I spoke, my heart was pounding όταν μίλησα, η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά # σφυροκοπώ: pound a position of the enemy σφυροκοπώ εχθρική θέση # ΦΡ. pound to atoms κονιορτοποιώ § pounded sugar ζάχαρη άχνη
sewage=ουσ. βοθρολύματα, αστικά λύματα: sewage farm ανοικτή δεξαμενή επεξεργασίας βοθρολυμάτων, έκταση λιπασματοποίησης βοθρολυμάτων § sewage system αποχετευτικό δίκτυο § sewage works εγκαταστάσεις καθαρισμού βοθρολυμάτων
plumbing=ουσ. υδραυλικές εργασίες ή εγκαταστάσεις, κν. υδραυλικά: check the plumbing ελέγχω τις υδραυλικές εγκαταστάσεις § I paid the man who did the plumbing πλήρωσα τον άνθρωπο που έκανε τα υδραυλικά
plumb=μόλυβδος
posse=ουσ. καταδιωκτικό απόσπασμα, (εξουσιοδοτημένη) καταδιωκτική περίπολος, κν. παγάνα